T E Λ Ι Κ Ω Σ. . .Β Α Ρ Β Α Ρ Ο Τ Η Τ Α . . . . . . . .ΩΡΑ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ . . . .. ΣΤΙΓΜΗ ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ....




«Η αλήθεια είναι επαναστατική»

Αντόνιο Γκράμσι

Ροή Iskra

Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2010

ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ ΕΦΥΓΕ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ



EKTΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ

«Εφυγε» από τη ζωή ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ο Εκτωρ Κακναβάτος, σε ηλικία 90 ετών. Ο Γιώργος Κοντογιώργης, όπως ήταν το κανονικό του όνομα, υπήρξε ένας από τους συνεπέστερους εκπροσώπους του μεταπολεμικού υπερρεαλισμού.

Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1920, σπούδασε μαθηματικά και εργάστηκε στην Μέση Εκπαίδευση. Πήρε μέρος στην ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση, κάτι που το «πλήρωσε» με εξορίες και φυλακές.

Πρωτοεμφανίστηκε στα Γράμματα, με την ποιητική συλλογή «Fuga», το 1943. Το έργο του συγκεντρώθηκε στον τόμο «Ποιήματα: 1943 - 1987» («Αγρα»). Είχε μεταφράσει Τζόις Μανσούρ και Μαρσέλ Σβομπ.

Η κηδεία του θα γίνει αύριο στις 3.30 μ.μ., στο νεκροταφείο του Κόκκινου Μύλου.


Εργα του

Fuga, Αθήνα, (ιδιωτ. έκδοση), 1943, Αθήνα, Κείμενα, 1972, σελ. 32

Διασπορά, Αθήνα, Πρώτη Ύλη, 1961, σελ. 22
Η κλίμακα του λίθου, Αθήνα, Ζάρβανος, 1964, σελ. 64
Τετραψήφιο, Αθήνα, Κείμενα, 1971, σελ. 56
Τετραψήφιο με την έβδομη χορδή, Αθήνα, Κείμενα, 1972, σελ. 48
Διήγηση, Αθήνα, Συντεχνία, 1974, Αθήνα, Κείμενα, 1981, σελ. 72
Η κλίμακα του λίθου - Διασπορά, Αθήνα, Καστανιώτης, 1977, σελ. 52
Οδός Λαιστρυγόνων, Αθήνα, Κείμενα, 1978, σελ. 96
Τα μαχαίρια της Κίρκης, Αθήνα, Κείμενα, 1981, σελ. 56
Ανάστιξη του θρύλου για τα νεφρά της πολιτείας, Αθήνα, Κείμενα, 1981, σελ. 8
In perpetuum, Αθήνα, Κείμενα, 1983, σελ. 64, (2ο Κρατικό Βραβείο Ποίησης)
Κιβώτιο ταχυτήτων, Αθήνα, Κείμενα, 1987, σελ. 104
Ποιήματα Α΄ τόμος (1943-1974), Αθήνα, Aγρα, 1990, σελ. 216
Ποιήματα Β΄ τόμος (1978-1987), Αθήνα, Aγρα, 1990, σελ. 318
Οικισμοί του Μενεσθέα Καστελάνου του Μυστρός, Αθήνα, Aγρα, 1995, ISBN: 960-325-131-3
Χαοτικά, Αθήνα, Aγρα, 1997, σελ. 72, ISBN: 960-325-239-5
Ακαρεί, Αθήνα, Aγρα, 2001, σελ. 56. ISBN: 960-325-382-0
Υψικαμινίζουσες νεοπλασίες, Αθήνα, Aγρα, 2001, σελ. 40, ISBN: 960-325-391-Χ

Δοκίμιο:
Για τον "Μεγάλο Ανατολικό", Αθήνα, Aγρα, 1991, σελ. 20

Μεταφράσεις των έργων του

Αγγλικά:

Ποιήματά του περιέχονται στην ανθολογία Contemporary Greek Poetry, [tr.by] Kimon Friar, Athens, Greek Ministry of Culture, 1985, 488 pp.

Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα: αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά, ρουμανικά, ολλανδικά και ρωσικά.

Μεταφράσεις ξένων λογοτεχνών από τον Ε. Κακναβάτο

Joyce Mansour, Ερωτικά, Αθήνα, Συντεχνία, 1975. Αθήνα, Κείμενα, 1978, σελ. 48
Joyce Mansour, Rapaces. Όρνια, Αθήνα, Κείμενα, 1987, σελ. 62
Marcel Schwob, Vies Imaginaires, Φανταστικοί βίοι, Αθήνα, Aγρα, 1987, σελ. 176
Joyce Mansour, Jules Cesar, Η Ιούλιος Καίσαρ, Αθήνα, Ρόπτρον, 1990, σελ. 70
Joyce Mansour, Cries, Dechirures, Rapaces, Κραυγές, Σπαράγματα, Όρνια, Αθήνα, Aγρα, 1994, σελ. 148, ISBN: 960-325-093-7
Julien Gracq, Andre Breton. Επάνοδος στον Μπρετόν, Αθήνα, Aγρα, 1997, σελ. 24, ΙSBN: 960-325-200-Χ

Ρήγμα στον κρόταφο


Με τι ακόμα να μετρούσα της γενιάς μου
το εμβαδόν;
Με τι άλλο.
Ο πλανήτης έτριζε από αιμοφιλία
απ’ της γενιάς μου όλα τα έναστρα
τις εννιά στοίβες όνειρα που έδωσα
όλα σπάνιες πέτρες
να φύγει ο κόμπος στο λαιμό.
Ο πλανήτης έτριζε
με τις περήφανες σιωπές μου
τα συνομήλικα μου σχήματα τις φωταψίες
τα μανάλια που
ακόμα φέγγουνε όλα σ’ εκκλησιές κρυφές.

Όμως το ρήγμα στον κρόταφο
απ’ τη ριπή σου πίκρα
εννιά μίλια ρήγμα η διάψευση
στον κρόταφο.

Χάθηκες μέσα σε κάτι άσπρο

Η φλόγα κόρωσε μόλις αγγίξανε δυο σύμφωνα
ο δρόμος στένευε με λέξεις ψόφιες
που μυρίζανε.
Χάθηκες μέσα σε κάτι άσπρο.

Τοίχοι, αφίσες, η πρώτη του μονόπρακτου:
ΘΑΝΑΤΟΣ ΠΑΝΤΕΠΟΠΤΗΣ

Σκεφτόμουνα πλάι σε ρουμπινέτα
το πρόβλημα του Αίγισθου:
διαβήτες, Κλυταιμνήστρες, τρίγωνα
τα τσιγάρα μου που τελείωσαν
το πρόβλημα της αποχέτευσης
σε διαμερίσματα Ερινύων
το δυσκίνητο λεωφορείο
ΑΝΩ ΛΙΟΣΑ – ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
το κοφτερό τσεκούρι
η μόνη λύση σε Μυκήνες.

Κόφ’ το λοιπόν να τελειώνουμε.

Η φυλή μου εμένα με το ανέφικτο

Ο στόμφος εκούρασε• σύμφωνοι.
Το θάμπος δυνάστεψε, του λόγου,
ως την παραμόρφωση•
και πάλι σύμφωνοι.
Άσχετο που με του αστούς μακάρια πια
παρακμάζει• σωστά.
Λένε σε τόνο χαμηλό εξομολόγησης
– συγγνώμη• ποιος τάχα δεν πρέπει ν’ ακούει τώρα;
Μη διακόπτεις• λοιπόν είπαμε σε τόνο χαμηλό
για τη βαθιά πληγή να λέμε,
αν πρέπει σώνει και καλά να λες για δαύτην,
κι ας είναι άβυσσο
κι ας είναι από σκοτάδι πιο άρρητη.
Χα…

Μα η φυλή μου εμένα
που νύχτα μονομαχεί και μέρα με το ανέφικτο;
και που ανηφορίζει;
Κι ακόμα του κρανίου τόπο ανήφορο κι ακόμα;
Σε τόνο χαμηλό τι θ’ ακουστεί;
Ποιος τάχα δεν πρέπει ν’ ακούει τώρα;

Αφήνω που, αυτό μας έλλειπε,
θ’ ακούγεται ωσάν ευχαριστώ
στον εξοχότατο κανάγια.


Λέγοντας πέτρες


Αλλιώς δε γίνονταν ως φαίνεται.
Αρχή αρχή ακέραιος και βόνασος
ύστερα χίλια κομμάτια με την άρνηση
κλασματικός ακόμα υπήρχες
συνεχίστηκες σημάδι από πουλιά
ή τρία δάχτυλα
σμιχτά του μόσχου χαράζοντας γητειές
κ’ ευθείες κάθετες, ώσπου χαμήλωνες
τσακίδια και μαδάρες καταμεσί των αριθμών
ώσπου μετριόσουνα
μετριόσουνα που δεν έλεε να σωπάσεις…
… χαρτογραφούσες τον πηλό αυτόν το δαίμονα
τη φτερούγα μέσα σου που έτρεμε κ’ εμίλειε
λέγοντας πέτρα περπατώντας θάματα
φωνάζοντας: σώστε το παράλογο
το άλλο σας εντόσθιο που άρπαξε το σκυλί
και χάθηκε προς τα οινόφυτα του γαλαξία…

Όλην τη νύχτα τουφεκούσες ένα φεγγάρι
κόκκινο•
το πρωί σε βρήκανε μες στ’ αποτσίγαρα.


Τροχιά

Τώρα μεσ’ απ’ το στήθος μου περνάς
με ανοίγματα ερημιάς
αφήνοντας χρυσά νομίσματα
σαν ήλιος μεσ’ από κοφίνια
που τα ξεπάτωσε η σιωπή,
αμνημόνευτη αλλιώς σ’ αυτούς τους τόπους.

Για κείνο το άσπρο ανάμεσα του τρία
και του τέσσερα χρεώθηκα βροχές
το αίμα δυο ασβών πίσω από σκοίνα
και μια γονυκλισία μέρες του Ακαθίστου,
να μην είναι θάνατος ούτε ενωμοτία
του Σεπτέμβρη
ούτε η μπόλια του μεσημεριού
απλωμένη ανάμεσα του ύπνου των αλόγων.

Έτσι θα περιμένεις Μάη Ιούλιο
ίσως και Αύγουστο
κάνε δυο δεκαετίες με κολεόπτερα και βάλε
μπορεί και αιώνα
μήγαρις βγω από νερά αλλοιωμένος
και γίνει φως και γίνει σκότος
ημέρα πρώτη της δημιουργίας.

1 σχόλιο:

Παναγιωταρακης Λουκιανος είπε...

ΣΧΟΛΙΟ
Γι᾿ αὐτόν, ἀνδρεῖο τῆς ἡδονῆς μά καί τῆς Ποιήσεως
ποτές δέν θἄσαναι πολλές ὅσες τοῦ πρέπουνε
νάρκης τοῦ ἄλγους δοκιμές ἐν φαντασίᾳ και λόγῳ:

Ὅταν κάποιοι στήν Ἀθήνα
τά φαιά φοροῦντες, περί ἠθικῆς λαλοῦντες
(ἐξημμένες κεφαλές, Οὗτος, Ἐκεῖνος)
ἀκούσαν, μέρες τοῦ χίλια ἐννιακόσα τρία,
σέ τέλια ἀλεξανδρινά να κιθαρίζει
ἀποφανθήκανε: κεραμεοῦν καί φαῦλον.
Μέχρι παθήσεως χολερικοί πού
ἐκλεκτή συγκίνησις τό πνεῦμα καί τό σῶμα των
δέν ἔτυχε νά ἐγγίζει
φαρισαϊκῶς ξεσχίσανε τές ἀκαδημαϊκές των τόγες,

μά χάχανο χλευαστικό ξωπίσω τους ξεσπᾶ.
Τό ξόανο τῆς γνωματεύσεώς των
ἀπό τές Ἄλπεις τῆς Ποιήσεως ξηλώνει
πού ἄθλιο παίρνει νά κατρακυλᾶ
κι᾿ ἀπέ νά χάσκει.

Τάχατες ἐπαρκέστατοι!
Τάχατες ἀνέγνω(σα)ν, ἔγνω(σα)ν, κατέγνω(σα)ν, μά τί;
Ἄραγες τί; οἱ γελοιωδέστατοι;

Ἕκτωρ Κακναβάτος
Η Λέξη τ.174 (αφιέρωμα στον Καβάφη)