T E Λ Ι Κ Ω Σ. . .Β Α Ρ Β Α Ρ Ο Τ Η Τ Α . . . . . . . .ΩΡΑ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ . . . .. ΣΤΙΓΜΗ ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ....




«Η αλήθεια είναι επαναστατική»

Αντόνιο Γκράμσι

Ροή Iskra

Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2011

Αθώα άτομα, ένοχα κόμματα

του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

Για τους διανοούμενους εκτάκτου ανάγκης

Ενώ ισχύει και επιβεβαιώνεται καθημερινά ότι «όλοι οι άνθρωποι είναι διανοούμενοι», είναι ωστόσο εξίσου προφανές ότι δεν παρεμβαίνουν όλοι συστηματικά ως τέτοιοι στην εκάστοτε συγκυρία· αντιστρόφως, οι συστηματικές παρεμβάσεις στη δημόσια συζήτηση και τις θεματικές που αναδεικνύει κάθε συγκυρία συνιστούν άσκηση κοινωνικού ρόλου - αυτού του διανοουμένου -, όποιες κι αν είναι οι προθέσεις αυτών που τον επιτελούν, ό,τι κι αν αυτοί νομίζουν για τον εαυτό τους, όσο κι αν αγνοούν (;) τη στοιχειώδη κοινωνιολογική παραδοχή ότι κάθε πρακτική, άρα και η διανοητική πρακτική, έχει ακούσιες συνέπειες, ακόμα και στην περίπτωση των σκληρότερων θεωρητικών της ορθολογικής επιλογής.

Στη συγκυρία που διανύουμε, και που - πάλι ανεξαρτήτως προθέσεων και εκτιμήσεων - προσδιορίζεται από την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση και την κρίση της φιλελεύθερης-αστικής δημοκρατίας, η παρέμβαση των διανοουμένων αποκτά μεγαλύτερη βαρύτητα: καθώς εν μέσω κρίσης η κοινωνική πόλωση και τα συναφή πάθη οξύνονται, η επεξεργασία των θέσεων καθενός από τους «πόλους» καθίσταται κρίσιμης σημασίας για την αποφυγή ανεξέλεγκτων και βίαιων εκτροπών του κοινωνικού και πολιτικού ανταγωνισμού -είτε αυτός ο ανταγωνισμός αναγνωρίζεται από τους διανοούμενους είτε όχι.

Για να το πούμε απλούστερα: το επιχείρημα μετράει σήμερα εξίσου, αν όχι και περισσότερο από πριν· σήμερα, σε καιρούς κρίσης, βίαιης αναδιαπραγμάτευσης του περίφημου «κοινωνικού συμβολαίου», ελαχιστοποίησης των υποσχέσεων προς τους πιο αδύναμους και, εν τέλει, δραματικής συρρίκνωσης της ηγεμονικής λειτουργίας του κράτους (αδυναμίας του, δηλαδή, να συγκροτήσει ανθεκτικές κοινωνικές συμμαχίες και να διασφαλίσει με πραγματικούς-υλικούς όρους την κοινωνική συνοχή), το επιχείρημα μετράει διότι η απροσχημάτιστα βίαιη απόσπαση της κοινωνικής συναίνεσης δεν μπορεί να επεκτείνεται εις το διηνεκές: κάτι τέτοιο θα ελαχιστοποιούσε περαιτέρω την εύθραυστη νομιμοποίηση που απολαμβάνουν οι κυβερνώντες, με απρόβέπτες συννέπειες για τη σταθερότητα ολόκληρου του οικοδομήματος. Ακόμα, λοιπόν, και η μη υπόσχεση, αναγνωριστική συνθήκη του καπιταλισμού της εποχής μας, αντιστοιχεί σε μια συγκεκριμένη θέαση των κοινωνικών πραγμάτων –κι αυτή η τελευταία δεν μπορεί παρά να σφυρηλατείται καθημερινά.

Είναι λάθος, γι’αυτό, να νομίζουμε ότι η μνημονιακή θωράκιση του νομικού και πολιτικού συστήματος και η εν εξελίξει έξαρση της αστυνομικής βίας (μένω στις βασικές συνιστώσες της κρίσης της δημοκρατίας) κάνουν λιγότερο σημαντικό το ρόλο της διανόησης - πρωτίστως αυτής που υπερασπίζεται την κυβέρνηση και το Μνημόνιο, άρα και εκείνης που στέκεται κριτικά. Δεν ανακαλύπτουμε την Αμερική λέγοντάς το, ωστόσο οι εφημερίδες και οι τηλεοπτικοί σταθμοί (και βεβαίως το Πανεπιστήμιο, τμήματά του και μέρος των λειτουργών του) δεν είναι μόνο επιχειρήσεις που κυνηγούν το κέρδος: είναι και «μηχανές» επεξεργασίας των τρόπων με τους οποίους καταλαβαίνουμε όσα (μας) συμβαίνουν καθημερινά.

Όσο εξωφρενική κι αν είναι, συνεπώς, η διαχείριση της οικονομικής κρίσης, όσο αυταρχική κι αν είναι η επιβολή της κατάστασης έκτακτης ανάγκης (αυτής που, προσφυώς και σε ανύποπτο χρόνο, η κ. Μπακογιάννη όρισε ως «σύνδρομο του Δεκέμβρη»), υπάρχει και θα υπάρχει μια αξιοσημείωτη μερίδα της διανόησης που έχει αναλάβει και θα στηρίξει ανιδιοτελώς (;) το καθεστώς έκτακτης ανάγκης α λα ελληνικά. Οι διανοούμενοι αυτοί δεν δρουν επειδή συναντιούνται: μπορεί να συμβαίνει κι αυτό, όμως η κοινωνία δεν είναι συνισταμένη επιδιώξεων συνωμοτών. Αντιθέτως, οι εν λόγω «φρουροί της ιδεολογίας» συναντιούνται επειδή δρουν, επειδή δηλαδή παρεμβαίνουν και υπερασπίζονται ως «κοινή λογική» τη στρατηγική της κυβέρνησης, αυτοαναγνωριζόμενοι σε μια σειρά από ιδεολογικά μοτίβα -τα γνωστά κλισέ στις εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας και τα βραδινά τηλεοπτικά παράθυρα.

Οι (ιδεολογικοί) τόποι της συνάντησης διανοουμένων που κινούνται στο χώρο μεταξύ «Δημοκρατικής Αριστεράς» και «δημοκρατικής» ακροδεξιάς έχουν, στον έναν ή τον άλλο βαθμό, επισημανθεί: ανάγνωση της κυβερνητικής πολιτικής ως ουδέτερης τεχνοκρατικής διαχείρισης (η επιστροφή του θατσερικού There Is No Alternative, εξωθημένου στα έσχατα όριά του)· αναγωγή της καπιταλιστικής κρίσης στις «παθογένειες» του πολιτικού συστήματος· φωτογραφική-ανιστορική διαπίστωση αδιεξόδων και διάχυση της ευθύνης γι’αυτά σε ολόκληρο το κοινωνικό σώμα (εκεί που φταίνε όλοι και, εν τέλει, δεν φταίει κανείς…)· ρευστοποίηση της κοινωνίας σε άθροισμα ατόμων και ατομικών συμφερόντων· μεταμφίεση του κοινωνικού ζητήματος σε ζήτημα ηθικής, νόμου-τάξης και εθνικο-πολιτισμικό (στο όριο, αποκατάσταση της φυλετικής βάσης του ελληνικού ρατσισμού: για «κατάληψη των μελαψών» μιλούσε πρόσφατα στην Καθημερινή φιλελεύθερος αρθρογράφος…)· εξαφάνιση της κοινωνίας στο όνομα της αδιαιρέτου «Χώρας» (κατ’ επέκταση: εθνικοποίηση της οικονομικής κρίσης και της πολιτικής της διαχείρισης)· αντικατάσταση των ανταγωνιστικών κοινωνικών τάξεων με τις απρόσωπες, φυσικοποιημένες «αγορές» και τις διαβολικές «συντεχνίες»· κοινωνικός αυτοματισμός· συνωμοσιολογικές θεωρίες περί υποκίνησης.

Από τα παραπάνω μοτίβα, έχει αξία να σταθούμε σε μια από τις αγαπημένες ιδεολογικές «έξεις» των προπαγανδιστών του «τέλους της Μεταπολίτευσης»: σε αυτήν που βλέπει στα κόμματα, στους κεντρικούς δηλαδή «παίχτες» της κοινωνικοπολιτικής ζωής απ’το 1974 μέχρι σήμερα, τους υπαιτίους όλων περίπου των εθνικών μας δεινών τα τελευταία 37 χρόνια - με βασικότερο όλων, την ποδηγέτηση και εξουθένωση της αγαθοποιού ατομικότητας χάριν (μικρο)πολιτικών επιδιώξεων. Με απλούστερους όρους: απο’δώ τα αγαθά (στην ιδιοτέλειά τους, έστω) άτομα, αποκεί τα ραδιούργα και ηθικά υποδεέστερα κόμματα.

Η τάση «ενάντια στα κόμματα» πηγαίνει αρκετά πίσω στο χρόνο: στα τέλη της δεκαετίας του ’80 είναι ήδη κοινός τόπος για ευρύτατα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας. Διόλου τυχαία, πρόκειται για τα χρόνια όπου επικρατούν οι «νέες» ιδέες της μητσοτακικής-νεοφιλελεύθερης Νέας Δημοκρατίας. Στη σχετική θεωρητική συζήτηση, στα υδροκέφαλα κόμματα αντιπαρατίθεται μια εξιδανικευμένη «κοινωνία των πολιτών», που αν και (θεωρούμενη) ισχνή και ασφυκτιούσα από την «κομματοκρατία», αντιμετωπίζεται ως το ιδεώδες αντίδοτο στον «κρατισμό». Το τέλος της δεκαετίας του ’80 «διαβάζεται», και γι’αυτό, ως το πρώτο τέλος της Μεταπολίτευσης, ο δε σημιτικός εκσυγχρονισμός, ιδεολογικοπολιτικό προϊόν της ίδιας συγκυρίας, παίρνει αργότερα τον ίδιο τίτλο (βλ. σχετικά το βιβλίο του Γ. Πρετεντέρη «Η Δεύτερη Μεταπολίτευση», που εξιστορεί την ανάληψη, το 1996, της ενδοπασοκικής και κρατικής εξουσίας από το σημιτικό μπλοκ).

Υπάρχουν τρία χαρακτηριστικά της τάσης «ενάντια στα κόμματα», που όσο κι αν είναι εξόφθαλμα, περνούν συνήθως απαρατήρητα:
α) ως «κόμματα» (υπο)νοούνται κυρίως τα κόμματα της αντιπολίτευσης και, τελικά, τα κόμματα της Αριστεράς, στα οποία αποδίδεται ο ρόλος του «υποκινητή» (η τάση είναι εδώ και μια εικοσαετία η ίδια, εντοπίζεται δε απαράλλαχτη και σε ευρωπαϊκό επίπεδο - βλ. πιο πρόσφατα τις δηλώσεις Μπερλουσκόνι περί «υποκινούμενων» γυναικείων διαδηλώσεων ή τη στάση Σαρκοζί απέναντι στις διαδηλώσεις εκατομμυρίων κατά του συνταξιοδοτικού)·
β) τα κόμματα που βρέθηκαν/βρίσκονται στην κυβέρνηση δεν λογίζονται ως κόμματα, αλλά ως ουδέτεροι οργανισμοί που θέτουν «αυτονόητους» στόχους και διαχειρίζονται «μοναδικές» επιλογές, κρίνονται δε με αποκλειστικό κριτήριο την αποτελεσματικότητά τους ως προς τους στόχους αυτούς, ανεξαρτήτως των κοινωνικών συνεπειών που αυτή η «αποτελεσματικότητα» μπορεί να έχει·
γ) αν και τυπικά «αντισυστημική» (η λογική του anti-party party είναι χαρακτηριστική για τα «άκρα» του πολιτικού φάσματος, ιδίως για το δεξιό), η τάση αυτή υιοθετείται συστηματικά από τους οπαδούς του «μεσαίου χώρου». Ας μην πάμε μακριά: οι υποψηφιότητες Καμίνη και Μπουτάρη, μολονότι φυσικά υποστηρίζονταν από το ΠΑΣΟΚ, τη Δημοκρατική Αριστερά και τους Οικολόγους, διαβάστηκαν ξανά και ξανά ως «φαινόμενο» που ξεπερνά τις «κομματικές αγκυλώσεις». Κι αυτό, ενώ η προσφυέστερη προσέγγιση του «φαινομένου» ήταν γελοιογραφία του Βήματος με τους δύο δημάρχους να βάφουν πορτοκαλί τον πράσινο ήλιο του ΠΑΣΟΚ…

Οι διανοούμενοι που μας ενδιαφέρουν, είτε πρόκειται για πανεπιστημιακούς είτε για δημοσιογράφους (όλο και πιο συχνά τα όρια είναι δυσδιάκριτα) υπηρετούν με συνέπεια αυτό το τρίπτυχο: απόδοση ασυγχώρητων ιδοτελειών στα ένοχα κόμματα της Αριστεράς, ουδετεροποίηση και υποστήριξη της κρατικής διαχείρισης, αντιπαράθεση με τους «παρωχημένους κομματικούς μηχανισμούς» στο όνομα μιας ρευστοποιημένης σε άτομα κοινωνίας.

Δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι τα κόμματα επιχείρησαν κατ’ εξακολούθηση να υποκαταστήσουν τους κοινωνικούς δρώντες, ότι έθεσαν φραγμούς στην αυτενέργειά τους, ότι υποδύθηκαν την κοινωνία συχνά με ένταση ευθέως ανάλογη της κρατικοποίησής τους. Δεν υπάρχει, ωστόσο, αμφιβολία ότι ακόμα και μέσα στη βαθύτερη κρίση τους, τα κόμματα υπήρξαν αναντικατάστατα εργαλεία κοινωνικής επιρροής (επί) και αμφισβήτησης της εκάστοτε κρατικής διαχείρισης, «αντίδοτα» στον κοινωνικό κατακερματισμό και εργαστήρια δημοκρατικής συμμετοχής, στα όρια βεβαίως που κάθε φορά τους έθετε η εκάστοτε συναίνεση.

Αν ισχύουν τα παραπάνω, είναι προφανές ότι η (αντιπολιτική) ενοχοποίηση των πολιτικών κομμάτων είναι η άλλη όψη της αποθέωσης της τρέχουσας κρατικής διαχείρισης ως της μόνης νοητής πολιτικής. Και είναι, γι’αυτό, προκλητικό οι πρωταγωνιστές της απαξίωσης των κομμάτων (των βασικών, δηλαδή, φορέων της πολιτικής) να θρηνολογούν για τα σημάδια κρίσης, κοινωνικού κατακερματισμού και ερήμωσης, όπως η αποχή ή οι «αντισυστημικές» μορφές κοινωνικής διαμαρτυρίας. Προκλητικό, ιδίως όταν οι ίδιοι οι φιλελεύθεροι υπερασπιστές του κρατικού μονοπωλίου στη νοητή (και, εν τέλει, νόμιμη) πολιτική στρέφονται όχι μόνο κατά των «παρωχημένων» κομμάτων, αλλά και εκείνων των εκδοχών της «κοινωνίας των πολιτών» που, σε πείσμα του άναρθρου ατομικισμού, αμφισβητούν την με όρους εκτάκτου ανάγκης διαχείριση της κρίσης.


REDNotebook

Δεν υπάρχουν σχόλια: