T E Λ Ι Κ Ω Σ. . .Β Α Ρ Β Α Ρ Ο Τ Η Τ Α . . . . . . . .ΩΡΑ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ . . . .. ΣΤΙΓΜΗ ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ....




«Η αλήθεια είναι επαναστατική»

Αντόνιο Γκράμσι

Ροή Iskra

Τρίτη 25 Μαΐου 2010

ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ

ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ Βλαντιμίροβιτς ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ

Βιογραφικό

ΒΛΑΝΤIΜΙΡ ΒΛΑΝΤΙΜΙΡΟΒΙΤΣ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ
7 Ιουλίου 1893 - 14 Απριλίου 1930

Γεννήθηκε στη Βαγδάτη της Γεωργίας στις 7 Ιουλίου 1893. Ο πατέρας του ήταν ευγενούς καταγωγής (Ρώσος με κοζάκικες ρίζες), δασοφύλακας το επάγγελμα. Η μητέρα του ήταν ουκρανικής καταγωγής. Από τα 14 χρόνια του ασπάσθηκε τις ιδέες του σοσιαλισμού και συμμετείχε ενεργά σε αντιτσαρικές διαδηλώσεις στη γενέτειρά του. Μετά τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα του, ο νεαρός Βλαντιμίρ, η μητέρα του και οι δύο αδελφές του, Όλγα και Λουντμίλα, μετακόμισαν στη Μόσχα.
Το 1908 ο Μαγιακόφσκι έγινε μέλος του Ρωσικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος και φυλακίστηκε επανειλημμένα για την ανατρεπτική δράση του. Στο κελί της απομόνωσης άρχισε να γράφει τα πρώτα του ποιήματα. Μετά την αποφυλάκισή του φοίτησε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Μόσχας και προσχώρησε στο κίνημα των ρώσων φουτουριστών, όπου γρήγορα διακρίθηκε κι έγινε ο κύριος εκπρόσωπός τους.
Το 1912, ο κύκλος των ρώσων φουτουριστών εξέδωσε μανιφέστο με τίτλο «Χαστούκι στο γούστο του κοινού». Το κίνημα του φουτουρισμού ανήγαγε σε φετίχ του το μέλλον και ύμνησε την τεχνολογική εξέλιξη. «Ένα βρυχώμενο αυτοκίνητο αγώνων είναι πιο όμορφο από τη Νίκη της Σαμοθράκης» υποστήριζε ο «γκουρού» του φουτουρισμού, ιταλός Τομάσο Μαρινέτι. Στο ίδιο μήκος κύματος και οι ρώσοι συνοδοιπόροι του: «Το παρελθόν είναι στενάχωρο. Η Ακαδημία, ο Πούσκιν, ο Ντοστογιέφσκι, ο Τολστόι, είναι πιο ακατανόητοι κι από ιερογλυφικά» γραφόταν στο Μανιφέστο. Οι φουτουριστές συνήθιζαν να διαβάζουν ποιήματά τους καταμεσής του δρόμου, έριχναν τσάι στο ακροατήριό τους και γενικά έκαναν το παν για να ενοχλούν τον καθωσπρεπισμό των αστών.
Από την εποχή αυτή η ποίηση του Μαγιακόφσκι άρχισε να γίνεται επιθετική και προκλητική, με έντονα στοιχεία υπερβολής, υπεροψίας και αυτοαναφοράς. Το 1915 δημοσιεύει το πρώτο μεγάλο του ποίημα με τίτλο: «Σύννεφο με παντελόνια», από το οποίο πήρε και το όνομά του το γνωστό ελληνικό μουσικό σχήμα «Σύννεφα με παντελόνια». Το καλοκαίρι του ιδίου χρόνου γνωρίζει και ερωτεύεται τη Λιλλή Μπρικ, γυναίκα του εκδότη του Οσιπ Μπρικ. Τις αφιερώνει το επόμενο σπουδαίο ποίημά του «Σπονδυλωτό Φλάουτο» (1916). Και τα δύο αυτά έργα του καταγράφουν έναν έρωτα χωρίς ανταπόκριση κι εκφράζουν τη διάσταση του ποιητή με τον κόσμο που ζούσε. Με την έκρηξη της Οκτωβριανής Επανάστασης, ο Μαγιακόφσι υπηρέτησε πολυποίκιλα με την πέννα του το νέο καθεστώς. Έγραφε στρατευμένα ποιήματα («Ωδή στην Επανάσταση», «Αριστερή Πορεία»), άρθρα, βιβλία για μικρά παιδιά και ζωγράφιζε αφίσες και σκίτσα, τα οποία συνόδευε με στίχους και συνθήματα, ενώ παράλληλα περιόδευε τη χώρα, κάνοντας διαλέξεις και απαγγελίες. Το 1924 έγραψε μία ελεγεία από 3.000 στίχους για τον θάνατο του Λένιν.
Απογοητευμένος και από τη σοβιετική πραγματικότητα, έβαλε τέλος στη ζωή του στις 14 Απριλίου του 1930.



Το φινάλε από την παράσταση «Ο Κοριός»
του Βλαντίμιρ Μαγιακόβσκι. Στο θέατρο Καισαριανής το 1984.
Ακού


Ακροβάτης τις πιο ακραίες πραγματικότητες, ο νυμφίος του Έρωτα, της επανάστασης και του θανάτου καταθέτει τον προσωπικό χάρτη των αισθημάτων του εμποτισμένο από τις αναθυμιάσεις των αναμνήσεων του. Νομάς ο ίδιος ρουφούσε το μέλλον και μεθούσε από το παρελθόν κρυφακούγοντας πάντα το παραμιλητό της Μούσας του. Σύννεφο με παντελόνια, ένα παιχνίδι του Έρωτα και των λέξεων. Σύννεφο με παντελόνια, η αίγλη του ονείρου και η εν κανώ αναμονή. Ο Μαγιακόφσκι αρνήθηκε την επιδοτούμενη επανάσταση και φλερτάροντας αγωνιωδώς με τη σιωπή του Έρωτα, καταθέτει ως άσωτος μνηστήρας την εξομολόγησή του μέσα στο εκτυφλωτικό φως της ψυχής του. Ο Μαγιακόφσκι γελάει βροντερά από τα ερείπια των αστερισμών, γνωρίζοντας πολύ καλά πως ήταν άντρας, μα και συνάμα ένα σύννεφο με παντελόνια που θα τραγουδάει αιώνια στις σιωπές του φεγγαριού.

...Εμάς η λέξη μας χρειάζεται για τη ζωή. Εμείς δεν αναγνωρίζουμε την ανώφελη τέχνη...
Λόγια του Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι. Του μεγάλου, οικουμενικού ποιητή. Του μοναδικού τραγουδιστή της μεγάλης επανάστασης του Οχτώβρη. Του ρηξικέλευθου συνεχιστή της πλούσιας λογοτεχνικής παράδοσης της πατρίδας του και συγχρόνως, του ανανεωτή της. Αυτού του τολμηρού πνεύματος, που με το φλογερό του πάθος ρίχτηκε ολοκληρωτικά στη μεγάλη περιπέτεια της ευρωπαϊκής τέχνης των αρχών του αιώνα, ταυτίζοντας το όνομά του, με ό,τι εννοούμε σήμερα όταν μιλάμε για τέχνη στρατευμένη στο πλευρό των ταπεινών και καταφρονεμένων, στον αγώνα του παγκόσμιου προλεταριάτου για την κοινωνική του απελευθέρωση και την εκπλήρωση του ιστορικού του ρόλου.
Στο γύρισμα του αιώνα, η ζωή και η τέχνη του Μαγιακόφσκι διατηρούν μια μοναδική επικαιρότητα, που ξεφεύγει από μια απλή φιλολογική επέτειο. Το έργο του έρχεται να συναντήσει τις σημερινές ανάγκες και να απαντήσει σε αυτές, για μια τέχνη που ενώ θα διατηρεί τον αρχέγονο λυτρωτικό και κοινωνικό της ρόλο, θα απευθύνεται συγχρόνως στο λαό και θα του δημιουργεί αισθητικά κριτήρια, τόσο απαραίτητα σαν γνώση, στο οπλοστάσιο του προλεταριάτου.




΄Οταν ο μικρός Βολόντια συνάντησε τον ...Δον Κιχώτη
Αν πάντως πρέπει να υπάρχει μια αφορμή για το σημερινό, σεμνό αφιέρωμα, αυτή ας είναι η γέννησή του, τέλη Ιούνη του 1893 (7 Ιούλη με το παλιό ημερολόγιο), δηλαδή πριν 107 χρόνια, στο χωριό Μπαγκντάντι, στο Κυβερνείο της Κουταΐδας, στη Γεωργία.
Ο πατέρας του, Βλαντίμιρ Κονσταντίνοβιτς, που εργαζόταν σαν δασοφύλακας στο χωριό, πέθανε το 1906 και την ίδια χρονιά η οικογένεια μετακομίζει στη Μόσχα. Ο μικρός Βολόντια θα «κουβαλήσει» μαζί του τα «αποτυπώματα» της ζωής του πατρικού σπιτιού, που λειτουργούσε σαν φιλολογικό σαλόνι. Οι ονομαστικές γιορτές ήταν η αφορμή για να συρρέουν «πλήθη επισκεπτών», όπως αναφέρει ο ίδιος ο ποιητής και ανάμεσά τους φοιτητές, ποιητές, ζωγράφοι. Οι γονείς του θα του διδάξουν τα πρώτα γράμματα, θα τον μάθουν στίχους και ο πατέρας του θα τον παίρνει μαζί του στις επιθεωρήσεις του στο δάσος. Αργότερα θα γράψει γι' αυτές τις περιπλανήσεις, με «φουτουριστική» διάθεση: «Στο άνοιγμα της καταχνιάς, κάτω από τα πόδια μου, φέγγει πιο πολύ κι απ' τον ουρανό. Είναι ο ηλεκτρισμός... Ύστερα από τον ηλεκτρισμό, έπαψα ολότελα να ενδιαφέρομαι για τη φύση. Δεν είναι τελειοποιημένο πράγμα».
Το δεύτερο βιβλίο που θα διαβάσει θα είναι ο «Δον Κιχώτης» που θα τον ενθουσιάσει. Το πρώτο ήταν «κάποια "Πτηνοτρόφος Αγκάφια". Αν μου τύχαιναν τότε κι άλλα τέτοια βιβλία, θα παρατούσα εντελώς το διάβασμα».



Η επανάσταση
Το ιδεολογικό, αισθητικό «τρίγωνο» του θαυμασμού στις δυνάμεις του ανθρώπου (ηλεκτρισμός) και στην ανεπτυγμένη αίσθηση της ποιότητας («Δον Κιχώτης») θα κλείσει με την επανάσταση. «Ήρθε η αδερφή μου από τη Μόσχα. Ενθουσιασμένη. Μου έδωσε κρυφά κάτι μακρόστενα χαρτάκια. Μου άρεσε. Ήταν πολύ ριψοκίνδυνο. Τα θυμάμαι και τώρα. Το πρώτο: "Ξύπνα, λοιπόν, σύντροφε, αδερφέ/ πέτα το τουφέκι σου χάμου". Κι ένα άλλο που τελείωνε έτσι: "...αλλιώς υπάρχει κι άλλος δρόμος - τράβα/ στους Γερμανούς με τη μαμά σου, τη γυναίκα σου και το γιόκα σου!... " (για τον τσάρο). Ήταν η επανάσταση. Και ήταν σε στίχους. Στίχοι και επανάσταση ενώθηκαν, έτσι, μέσα στο μυαλό μου».
Και ενώθηκαν για πάντα. Στο γυμνάσιο της Μόσχας ο Μαγιακόφσκι θα γνωρίσει τους Μπολσεβίκους και το 1908 θα ενταχθεί στις γραμμές του ΣΔΕΡΚ(μπ). Το 1909 θα συλληφθεί και θα φυλακιστεί για 11 μήνες. Στη φυλακή θα αρχίσει να γράφει ποίηση. «Γέμισα με τέτοια ένα ολόκληρο τετράδιο. Να ευχαριστώ το δεσμοφύλακα - όταν έβγαινα μου το πήραν» θα γράψει με αυτοσαρκαστική διάθεση. Γράφεται στη σχολή ζωγραφικής, γλυπτικής και αρχιτεκτονικής της Μόσχας.



Ο ρώσικος φουτουρισμός
Το 1911 είναι η χρονιά που θα γνωριστεί με τον Νταβίντ Μπουρλιούκ «υπέροχος φίλος, ο πραγματικός μου δάσκαλος, ο Μπουρλιούκ με έκανε ποιητή». Η συνάντηση αυτή θα είναι και η «ληξιαρχική πράξη γέννησης» του ρώσικου φουτουρισμού. Αυτού του ξεχωριστού καλλιτεχνικού κινήματος, που από τον Ιταλό «συγγενή» του θα κρατήσει μόνο το όνομα και την αρχική, επαναστατική ορμή του, ξεπερνώντας τον στην πορεία και αφήνοντάς τον να παρακμάσει στις «αγκαλιές» του φασισμού.
Το 1912 ο Μαγιακόφσκι θα δημοσιεύσει το μανιφέστο των Ρώσων φουτουριστών με τίτλο «Μπάτσος για το δημόσιο γούστο». «Μόνο εμείς είμαστε το πρόσωπο του καιρού μας... Το παρελθόν είναι στενόχωρο. Η Ακαδημία και ο Πούσκιν είναι πιο ακατανόητοι και από τα ιερογλυφικά. Να πετάξουμε τον Πούσκιν, τον Ντοστογιέφσκι, τον Τολστόι και τους υπόλοιπους από το πλοίο του καιρού μας! Όποιος δεν ξεχάσει τον πρώτο του έρωτα, δε θα γνωρίσει τον τελευταίο». Οι αντιδράσεις αναμενόμενες. «Οι εφημερίδες άρχισαν να γεμίζουν φουτουρισμό. Ο τόνος δεν ήταν και τόσο ευγενικός. Έτσι, λόγου χάρη, εμένα με αποκαλούσαν απλώς "το βρομόσκυλο"».
Ωστόσο, ο Μαγιακόφσκι δεν ήταν ένας δημιουργός που θα περιοριζόταν από ένα κίνημα. Το κατοπινό του έργο θα δείξει πως η αναζήτηση της φόρμας θα είναι γι' αυτόν ένα μέσο για την επίλυση του διαχρονικού προβλήματος για τη δημιουργία μιας νέας ποιητικής γλώσσας. Το 1913 ανεβαίνει η τραγωδία του «Βλαντίμιρ Μαγιακόφσκι» και το 1915 γράφει το «Σύννεφο με παντελόνια», όπου ο φουτουρισμός του μετατρέπεται από αυτοσκοπό σε μέσο δημιουργίας ενός κατεξοχήν επαναστατικού ποιήματος - σταθμού της ρώσικης λογοτεχνίας. Σημαντική είναι και η συνεισφορά του στον κινηματογράφο, ιδίως σε φουτουριστικές απόπειρες σε συνεργασία με τον Μπουρλιούκ, που εντάσσονται πλέον στις πρώτες, σημαντικές απόπειρες της ευρωπαϊκής καλλιτεχνικής πρωτοπορίας για χρησιμοποίηση του κινηματογράφου ως πεδίο έκφρασής της.
Το 1915 θα είναι και η χρονιά που θα γνωριστεί με το ζεύγος Μπρικ, τη Λίλη (αδελφή της Ελσας Τριολέ, κατοπινής συζύγου του Αραγκόν) και τον Οσιπ, κριτικό και θεωρητικό της λογοτεχνίας και της τέχνης. Η Λίλη θα αποτελέσει το μεγάλο έρωτα της ζωής του ποιητή, ενώ με τον Οσιπ θα συνεργαστούν στενά στην ομάδα «κομμουνιστών - φουτουριστών» και στο ΛΕΦ που θα δημιουργηθούν μετά την επανάσταση.
Η συνέχεια θα είναι εκρηκτική. Ο ενθουσιασμός του για την επανάσταση του '17 θα εκφραστεί από την αρχή: «Αυτή είναι η δική μου επανάσταση. Πήγα στο Σμόλνι. Δούλεψα. Έκανα κάθε είδους δουλειά». Το 1919 δουλεύει στα Παράθυρα του Τηλεγραφικού Πρακτορείου Ρωσίας (ΡΟΣΤΑ) εκλαϊκεύοντας με καλλιτεχνικό τρόπο τους σκοπούς της επανάστασης. Βρίσκεται στην ακμή της δημιουργίας του. Η ποίηση («150.000.000», «Βλαντίμιρ Ιλίτς Λένιν» κ.ά.), το θέατρο («Μυστήριο Μπουφ», «Ο κοριός» που ανεβάστηκε από τον Μέγερχολντ σε μουσική Σοστακόβιτς), η σάτιρά του αγγίζουν κατάβαθα τον επαναστατημένο λαό, που τοποθετεί το Μαγιακόφσκι στο υψηλότερο βάθρο της συνείδησής του, χωρίς ούτε την παραμικρή ποιοτική έκπτωση στο έργο του εκ μέρους του δημιουργού. Επίτευγμα χωρίς προηγούμενο και χωρίς συνέχεια μέχρι σήμερα. Ανάμεσα στα ποιήματα αυτής της περιόδου είναι τα «Ωδή στην Επανάσταση» και «Αριστερό Εμβατήριο».
Ο Μαγιακόφσκι θα γίνει η «ψυχή» της ιστορικής συνάντησης της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας των αρχών του αιώνα με την επανάσταση. Συνδημιουργός της ομάδας «κομμουνιστών - φουτουριστών» και του ΛΕΦ (Αριστερό Μέτωπο Τέχνης), το 1923, θα συσπειρώσει καλλιτέχνες με τις πιο διαφορετικές καλλιτεχνικές καταβολές, στην υπόθεση της επανάστασης. Συγχρόνως ταξιδεύει στο εξωτερικό, σαν ανταποκριτής της εφημερίδας «Ιζβέστια» και προπαγανδίζει τη νέα κοινωνία που χτίζεται στην πατρίδα του.
Μετά το 1925 ταξίδεψε στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ, την Κούβα, το Μεξικό, εκμεταλλευόμενος τις διασυνδέσεις της ερωμένης του στη διαβόητη μυστική υπηρεσία «Τσε-Κα». Τις εντυπώσεις από το ταξίδι του στο Νέο Κόσμο τις αποτύπωσε στο βιβλίο του «Πώς ανακάλυψα την Αμερική». Σε μια διάλεξή του στις ΗΠΑ γνωρίζεται με την Έλι Τζόουνς. Καρπός του κεραυνοβόλου και σύντομου έρωτά τους είναι μια κόρη, για την ύπαρξη της οποίας έμαθε το 1929, όταν συναντήθηκε κρυφά με την Τζόουνς στη Γαλλία. Εκείνη την εποχή ο Μαγιακόφσκι ζούσε ένα παθιασμένο έρωτα με την Τατιάνα Γιακόβλεβα, μία συμπατριώτισσά του εμιγκρέ, που ζούσε στο Παρίσι. Επιθυμούσε να την παντρευτεί, αλλά αυτή αρνιόταν πεισματικά.
Στα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του εξέδωσε δύο θεατρικά έργα («Κοριός» και «Λουτρό»), με κριτική διάθεση απέναντι στη σοβιετική γραφειοκρατία. Η αποτυχία της παράστασης του «Λουτρού» στο Λένινγκραντ το 1930, οι ερωτικές του απογοητεύσεις, οι διαδοχικές παρεξηγήσεις και συγκρούσεις με τον Ρωσικό Σύνδεσμο Προλεταρίων Συγγραφέων, οδήγησαν τον Μαγιακόφσκι στην απελπισία. Απογοητευμένος και από τη σοβιετική πραγματικότητα, μετά την άρνηση των αρχών να του δώσουν άδεια να ταξιδέψει στο εξωτερικό, έβαλε τέλος στη ζωή του στις 14 Απριλίου του 1930.

Το σημείωμα που βρέθηκε στον τόπο της αυτοκτονίας του έγραφε: «Σε όλους. Μην κατηγορήσετε κανέναν για το θάνατο μου και παρακαλώ να λείψουν τα κουτσομπολιά. Ο Μακαρίτης τα απεχθανόταν φοβερά. Μαμά, αδελφές, και σύντροφοι, σχωρέστε με - αυτός δεν είναι τρόπος (δεν τον συμβουλεύω σε κανένα), μα εγώ δεν έχω διέξοδο. Λιλλή αγάπα με. Συντρόφισσα κυβέρνηση, η οικογένειά μου είναι η Λιλλή Μπρικ, η μαμά, οι αδελφές και η Βερόνικα Βιτόλνταβνα Πολόνσκαγια. Αν τους εξασφαλίσεις μια ανεκτή ζωή, σ' ευχαριστώ. Τα αρχινισμένα ποιήματα δώστε τα στους Μπρικ, αυτοί θα τα καθαρογράψουν. Όπως λένε "Το επεισόδιο έληξε". Η βάρκα του έρωτα συντρίφτηκε πάνω στην καθημερινότητα. Έχω ξοφλήσει τους λογαριασμούς μου με τη ζωή. Προς τι, λοιπόν, η απαρίθμηση των αμοιβαίων πόνων, των συμφορών και των προσβολών; Να 'στε ευτυχισμένοι.»

Μετά την αυτοκτονία του, ο σοβιετικός τύπος επιτέθηκε στο ποιητή, χαρακτηρίζοντάς τον «φορμαλιστή» και «συνοδοιπόρο» και όχι «Καλλιτέχνη του Λαού», όπως συνηθιζόταν για τους στρατευμένους καλλιτέχνες. Η Λιλλή Μπρικ έγραψε, τότε, ένα γράμμα στο Στάλιν και του ζητούσε την αποκατάσταση του ονόματος του Μαγιακόφσκι. Ο Στάλιν ανταποκρίθηκε και τον χαρακτήρισε «Καλύτερο και πιο ταλαντούχο ποιητή της σοβιετικής μας εποχής». Αυτός ήταν και ο «δεύτερος θάνατος του Μαγιακόφσκι», σύμφωνα με τον φίλο του συγγραφέα Μπόρις Πάστερνακ («Δρ Ζιβάγκο»), αφού μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης (1991) χαρακτηρίστηκε «ένας από τους εκπροσώπους του ολοκληρωτισμού», ενώ μια μερίδα της κριτικής θεωρεί σήμερα το έργο του ξεπερασμένο. Ο Μαγιακόφσκι, με τον λυρισμό και τις τεχνικές καινοτομίες, βρήκε αξιόλογους συνεχιστές στην πατρίδα του (Οστρόφσκι, Έρενμπουργκ, Γεφτουσένκο) και στο εξωτερικό (Ελιάρ, Αραγκόν, Νερούντα, Ρίτσος, Πατρίκιος).
Μετά το θάνατο του Στάλιν κυκλοφόρησαν φήμες ότι ο Μαγιακόφσκι δεν αυτοκτόνησε, αλλά δολοφονήθηκε κατ' εντολή του. Τη δεκαετία του '90, όταν άνοιξαν τα αρχεία της KGB, δεν βρέθηκε κάτι σχετικό κι έτσι οι φήμες παρέμειναν αναπόδεικτες.








ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:
1912: «Χαστούκι στο γούστο του κοινού» (θεωρητικό κείμενο, μανιφέστο του κυβοφουτουρισμού).
1913: «Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι. Μια τραγωδία» (θεατρικό).
1915: «Ο αδέσποτος σκύλος», «Σύννεφο με παντελόνια» (ποιήματα).
1917 - 1918: «Μυστήριο Μπούφο» (θεατρικό στην τελική του μορφή, παίζεται το 1920, στο δεύτερο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς).
1918: «Ωδή στην Επανάσταση» (ποίημα), «Σταρίσια λέξη» (συλλογή).
1919: «Αριστερό Εμβατήριο» (ποίημα).
1921: «150.000.000» (ποίημα, δημοσιεύτηκε ανώνυμα).
1922: «Παρασυνεδριαζόμενοι» (σατιρικό ποίημα).
1923: «Αγαπώ», «Γι' αυτό» (ποιήματα).
1924: «Βλαντίμιρ Ιλιτς Λένιν (ποίημα).
1924 - 1925: ποιήματα και σκίτσα εμπνευσμένα από τις περιοδείες του στη Δυτική Ευρώπη, στις ΗΠΑ, στο Μεξικό και την Κούβα.
1926: «Πώς γίνεται η ποίηση» (πεζογράφημα).
1927: «Καλά» (συνθετικό ποίημα). Σειρά σεναρίων για τον κινηματογράφο.
1928: «Ο κοριός» (θεατρικό).
1929: «Το χαμάμ» (θεατρικό).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
«Μαγιακόφσκι: Τα εύκολα και τα δύσκολα» (εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα), ποιήματά του μεταφρασμένα εξαιρετικά από τον Μήτσο Αλεξανδρόπουλο.
Β.Ι. Λένιν (εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή)
Ερωτική Αλληλογραφία με τη Λίλι Μπρικ (εκδόσεις Άγκυρα)
Θεατρικά (εκδόσεις Γκοβόστης)
«Ποιήματα» σε μετάφραση Γιάννη Ρίτσου (εκδόσεις Κέδρος)
«Πώς ανακάλυψα την Αμερική» (εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή)
«Σύννεφο με παντελόνια» (εκδόσεις Τραμάκια)
«Φλέγομαι», μυθιστορηματική βιογραφία του Μαγιακόφσκι από τον Τούρμπγιερν Σέβε. (εκδόσεις Scripta)
«Σύννεφο με παντελόνια» (εκδόσεις Αρμός).

ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ
Θάνου Μικρούτσικου: «Καντάτα για τη Μακρόνησο/Σπουδή σε ποιήματα του Βλαδίμηρου Μαγιακόβσκη» (Lyra, 1976), με ερμηνεύτρια τη Μαρία Δημητριάδη.
Σύννεφα με Παντελόνια: «Τίποτα δεν κρύβεται κάτω απ' τον ήλιο» (Minos-EMI, 2001).Οι στίχοι του Μάνου Ξυδού βασίζονται σε ποιήματα του Μαγιακόφσκι.







Σύννεφο με παντελόνια

«Είμαι ποιητής. Γι' αυτό και είμαι ενδιαφέρων. Γι' αυτό και γράφω ποίηση. Για όλα τα υπόλοιπα γράφω μόνο αν περισσέψουν λέξεις». Έτσι αυτοσυστήνεται ο εμβληματικός Ρώσος ποιητής Βλαδίμηρος Μαγιακόσφκι στην πρώτη φράση της αυτοβιογραφίας του, που έχει τίτλο «Εγώ, αυτοπροσώπως». Περιλαμβάνεται στην έκδοση «Σύννεφο με παντελόνια» (από το ομότιτλο ποίημα του Μαγιακόφσκι), μαζί με τη γνώμη που είχαν για τον Μαγιακόφσκι ο Μπορίς Παστερνάκ, η Μαρίνα Τσβετάγιεβα και ο Ιγκορ Σεβεριάνιν - κείμενα που όλα κυκλοφορούν για πρώτη φορά στα ελληνικά και είναι πολύτιμα για την κατανόηση δημιουργών και εποχών. Όψεις ζωής για έναν άνθρωπο κι έναν καλλιτέχνη που έζησε έντονα, σε έντονες και ιστορικές εποχές, παθιάστηκε, συμμετείχε, απογοητεύτηκε και τελικά αυτοκτόνησε. «Άνθρωπος γεμάτος πάθος, οργή, έρωτα και μίσος, έζησε τη σύντομη ζωή του στο μεταίχμιο, στη μεθόριο των εποχών της ιστορίας, προσπαθώντας πάντα να διηγείται την ιστορία του μέσα από την αδιαμεσολάβητη εμπειρία», σημειώνει στην εισαγωγή ο μεταφραστής της έκδοσης Δημήτρης Τριανταφυλλίδης, σκιαγραφώντας τον Μαγιακόφσκι σε μια φράση: «Άριστος σε όλα»



«Γεννήθηκα στις 7 Ιουλίου του 1894 στο χωριό Μπαγκντάντα της Γεωργίας. Το πρώτο μου σπίτι το θυμάμαι πολύ καθαρά. Δύο όροφοι. Ο πάνω όροφος είναι ο δικός μας. Ο κάτω όροφος ανήκε σε κάποιον ιδιοκτήτη οινοποιείου. Μια φορά το χρόνο ήταν ο τρύγος. Πατητήρι. Εγώ έτρωγα σταφύλια. Εκείνοι έπιναν. Όλα αυτά μέσα σ' ένα παλιό γεωργιανό φρούριο κάτω από το χωριό Μπαγκντάντα. Το φρούριο είχε τέσσερις γωνιακούς πύργους. Στη γωνιά του κάθε πύργου είχε πολεμίστρες για τα πυροβόλα. Στους πύργους επάνω είχε στρατιώτες. Πίσω από τα τείχη ήταν η τάφρος. Πίσω από την τάφρο το δάσος και τα τσακάλια. Πάνω από τα δάση ήταν τα βουνά. Μεγάλωσα. Ανέβαινα στο πιο ψηλό. Τα βουνά χαμηλώνουν προς Βορρά. Στο Βορρά η ρήξη. Ονειρευόμουν ότι είναι η Ρωσία. Με τραβούσε από τότε απίστευτα».
«Στο γυμνάσιο είμαι άριστος σε όλα. Διαβάζω Ιούλιο Βερν. Γενικά φανταστικά λογοτεχνία. Κάποιος γενειοφόρος άρχισε να βλέπει σε μένα τον καλλιτέχνη». Γνώρισε την επανάσταση όταν η αδελφή του τού έφερε από τη Μόσχα κάτι στίχους: «Αυτή ήταν η επανάσταση. Αυτό λεγόταν με στίχους. Οι στίχοι και η επανάσταση έγιναν, κατά κάποιον τρόπο, ένα μέσα στο κεφάλι μου». Όταν πέθανε ο πατέρας του, το 1906, μετακόμισαν στη Μόσχα. Η πρώτη του επαφή με τη ζωγραφική ήταν... πάνω σε αυγά, για να βοηθήσει το οικογενειακό εισόδημα. «Η οικογένεια δεν είχε χρήματα. Υποχρεώθηκα να ζωγραφίζω. Ιδιαίτερα θυμάμαι τα πασχαλινά αυγά. Στρογγυλά, αιωρούνται και τρίζουν σαν πόρτες. Τα αυγά τα πούλησα σε ένα μαγαζί στην οδό Νεγκλίναγια. 10-15 καπίκια το κομμάτι. Μέχρι σήμερα μισώ το ρωσικό στυλ και τη χειροτεχνία».
«Το 1908 έγινα μέλος του κόμματος των Μπολσεβίκων προπαγανδιστής. Πήγα στους φουρναραίους, μετά στους τσαγκάρηδες και, τέλος, στους τυπογράφους» και στις 29 Μαρτίου του 1908 συνελήφθη. Η επανάσταση και η τέχνη ήταν οι μόνιμες έγνοιες του. Στις αρχές του 1914 οι μάχες ήταν έντονες. «Η φρίκη του πολέμου σε όλο της το μεγαλείο. Ο πόλεμος είναι αποκρουστικός. Τα μετόπισθεν ακόμη πιο αποκρουστικά. Για να μιλήσεις για τον πόλεμο, πρέπει πρώτα να δεις. Πήγα να καταταχθώ εθελοντής. Δεν με δέχθηκαν. Δεν είχα τα υγιή κοινωνικά φρονήματα». Όλα είναι ανατροπή, κίνηση, δημιουργία. «Γράφω σενάρια για τον κινηματογράφο. Παίζω κι ο ίδιος. Ζωγραφίζω αφίσες για τον κινηματογράφο. (...) Η Σοβιετική Ρωσία δεν έχει μυαλό για την τέχνη. Εγώ όμως μόνο αυτή σκέφτομαι. Πήγα στην Προλεταριακή Κουλτούρα και είδα την Κσεσίνσκαγια. Γιατί δεν είσαι στο κόμμα; Οι κομμουνιστές δούλευαν στα μέτωπα. Στην τέχνη και στην παιδεία προς το παρόν δουλεύουν οι συμβιβασμένοι. Μ' έστειλαν να ψαρεύω στο Αστραχάν».

Κάτω ο έρωτάς σας. Κάτω η τέχνη σας. Κάτω το σύστημά σας. Κάτω η θρησκεία σας...
Ο καλλιτεχνικός του κόσμος αποτελεί ένα σύνθετο δράμα, το οποίο περιλαμβάνει διάφορα είδη δραματουργικής έκφρασης: τραγωδίες, μυστήρια, επικά και ηρωικά δράματα, κωμωδίες, κινηματογράφο, κ.λπ. «"Κάτω ο έρωτάς σας", "Κάτω η τέχνη σας", "Κάτω το σύστημά σας", "Κάτω η θρησκεία σας" - να οι τέσσερις κραυγές του Μαγιακόφσκι. Στον έρωτα, την τέχνη, τη θρησκεία και το κοινωνικό σύστημα του παλιού κόσμου αντιπαραθέτει τον δικό του έρωτα, τη δική του τέχνη, τη δική του αντίληψη για τον τρόπο κοινωνικής οργάνωσης του μέλλοντος, τη δική του πίστη στο ιδανικό του νέου, όμορφου απ' όλες τις απόψεις, ανθρώπου». Πολύ γρήγορα το πάθος του αρχίζει και γίνεται ειρωνεία για όσα στρεβλά αναφύονται γύρω του. «Στο ποίημα "Καλώς!" και στα σατιρικά "Κοριός" και "Μπάνιο" ο Μαγιακόφσκι απεικονίζει πώς μέσα από την επαναστατική πάλη γεννιέται η Σοβιετική Ρωσία, δοξάζει "την πατρίδα" και προσεκτικά παρατηρεί τα βλαστάρια της νέας ζωής, θέλοντας ως ποιητής ρομαντικός και φουτουριστής συνάμα να βοηθήσει τη γρήγορη ανάπτυξή τους. Την ίδια στιγμή όμως εντοπίζει τα μοιραία μικρόβια της σοβιετικής κοινωνίας που την απειλούν με θανατηφόρες ασθένειες». Στο ποίημα «Είμαι όλος φωνή» αποκαλεί «πετρωμένα σκατά» το παρόν.


Τhe Bathhouse

Αποξένωση και θάνατος

Ο Μπορίς Παστερνάκ έγραψε: «Πολύ μου άρεσε ο πρώιμος λυρισμός του Μαγιακόφσκι. Στο πλαίσιο της τότε γελοιότητας, η σοβαρότητά του, δύσκολη, τρομερή και παραπονιάρικη, ήταν τόσο ασυνήθιστη. Ήταν ποίηση που λαξεύτηκε με μεγάλη τέχνη, περήφανη, δαιμονική και ταυτόχρονα καταδικασμένη, αφανισμένη, σχεδόν καλούσε σε βοήθεια».
Τον Φεβρουάριο του 1930 γίνεται μέλος της Ρωσικής Ένωσης Προλεταριακών Συγγραφέων, γεγονός που προκάλεσε την καταδίκη από τους φίλους του. Η αποξένωση και το δηλητηριασμένο περιβάλλον επέτειναν την άσχημη ψυχολογική του κατάσταση, εξαιτίας των διαρκών ερωτικών απογοητεύσεων. Την ίδια στιγμή το καθεστώς τού αρνείται διαρκώς τα ταξίδια στο εξωτερικό, όπου ήθελε να συναντηθεί με μια γυναίκα με την οποία ήθελε να συνδέσει το υπόλοιπο της ζωής του. Στις 14 Απριλίου 1930 ένας πυροβολισμός διέκοψε το νήμα της ζωής του. Ήταν μόνο 36 χρόνων. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Μπορίς Παστερνάκ θα γράψει: «Τον Μαγιακόφσκι άρχισαν να τον εισάγουν υποχρεωτικά, όπως την πατάτα τον καιρό της Μεγάλης Αικατερίνης. Αυτό ήταν ο δεύτερος θάνατός του. Γι' αυτόν όμως δεν ευθύνεται ο ίδιος».

Tο βιβλίο «Σύννεφο με παντελόνια» σε μετάφραση, εισαγωγή σχόλια Δημήτρη Τριανταφυλλίδη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Αρμός».


The Bedbug

Σύννεφο με παντελόνια

Τη σκέψη σας που νείρεται
πάνω στο πλαδαρό μυαλό σας
σάμπως ξιγκόθρεφτος λακές
σ' ένα ντιβάνι λιγδιασμένο,
εγώ θα την τσιγκλάω
επάνω στο ματόβρεχτο κομμάτι της καρδιάς μου.
Φαρμακερός κι αγροίκος πάντα
ως να χορτάσω χλευασμό.

Εγώ δεν έχω ουδέ μιαν άσπρη τρίχα στην ψυχή μου
κι ουδέ σταγόνα γεροντίστικης ευγένειας.
Με την τραχιά κραυγή μου κεραυνώνοντας τον κόσμο,
ωραίος τραβάω, τραβάω
εικοσιδυό χρονώ λεβέντης.

Εσείς οι αβροί!
Επάνω στα βιολιά ξαπλώνετε τον έρωτα.
Επάνω στα ταμπούρλα ο άξεστος τον έρωτα ξαπλώνει.
Όμως εσείς,
θα το μπορούσατε ποτέ καθώς εγώ,
τον εαυτό σας να γυρίσετε τα μέσα του όξω,
έτσι που να γενείτε ολάκεροι ένα στόμα;
Ελάτε να σας δασκαλέψω,
εσάς τη μπατιστένια απ' το σαλόνι,
εσάς την άψογο υπάλληλο της κοινωνίας των αγγέλων
κι εσάς που ξεφυλλίζετε ήρεμα-ήρεμα τα χείλη σας
σα μια μαγείρισσα που ξεφυλλίζει τις σελίδες του οδηγού μαγειρικής.

Θέλετε
θα 'μαι ακέραιος, όλο κρέας λυσσασμένος
-κι αλλάζοντας απόχρωση σαν ουρανός-
θέλετε-
θα 'μαι η άχραντη ευγένεια
-όχι άντρας πια, μα σύγνεφο με παντελόνια

(Μετάφραση: Γιάννης Ρίτσος)

Δεν υπάρχουν σχόλια: