T E Λ Ι Κ Ω Σ. . .Β Α Ρ Β Α Ρ Ο Τ Η Τ Α . . . . . . . .ΩΡΑ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ . . . .. ΣΤΙΓΜΗ ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ....




«Η αλήθεια είναι επαναστατική»

Αντόνιο Γκράμσι

Ροή Iskra

Σάββατο 1 Μαΐου 2010

Το φεμινιστικό κίνημα δεν μπόρεσε να δει τα όριά του



Α Υ Γ Η 29/04/2010




Συνέντευξη της Μαρία Γκασούκα, η οποία διδάσκει Πολιτισμικές και Φεμινιστικές Σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, στη Μαρία Βλαδιμήροβιτς.


* Πώς θεμελιώνεται ιστορικά η σύγκρουση, τόσο σε επίπεδο θεωρίας όσο και σε επίπεδο κινημάτων, της έμφυλης και της ταξικής κοινωνικής πραγματικότητας ;



Οι δύο αυτές μορφές κοινωνικών διαιρέσεων, η έμφυλη και η ταξική, εμφανίζονται και κάνουν τα πρώτα τους βήματα σε κοινό πλαίσιο, που δεν είναι άλλο από την κατάσταση ένδειας της ανθρωπότητας που γεννιόταν και τη φυσική σκληρότητα του αγώνα για την κατάκτηση και κυριαρχία των φυσικών δυνάμεων. Από κει και πέρα θα συνυπάρξουν, θα συμπορευθούν και συχνά θα συγκρουστούν, σε μία «παραφύση» σύγκρουση.

Στη βάση της σύγκρουσης της έμφυλης ασυμμετρίας με την ταξική θα πρέπει να αναζητηθεί η αιτία της διαρκούς και επαναλαμβανόμενης αντιπαράθεσης, που σημειώθηκε -και εξακολουθεί να υφίσταται- μεταξύ των φεμινιστικών και των ταξικών κινημάτων, αντιπαράθεση που έπληξε και τα δύο μέρη κι από την οποία βγήκε κερδισμένος μόνον ο καπιταλισμός, καθώς και οι δύο μορφές κινημάτων έχασαν πολύτιμο χρόνο και εξαντλήθηκαν, αντί να συγκλίνουν στα κοινά συμφέροντα και τις κοινές επιδιώξεις. Και οι δύο πλευρές φάνηκαν να αγνοούν πως αποτελούν μέρος της καθημερινής ζωής, παρ' όλες τις υπαρκτές και οριοθετημένες διαφορές τους -σε φύση και καταγωγή- και πως η συνύπαρξη του έμφυλου με το ταξικό αποτελεί βασικό όρο των όποιων κοινωνικών μεταβολών.

Στην παραπάνω αντιπαράθεση η αριστερά βαρύνεται με λάθη και παραλείψεις. Δεν μπόρεσε να αντιληφθεί πως δεν υπήρχε κίνδυνος στην πολλαπλότητα και στην ποικιλία των συλλογικών δράσεων και αμφισβητήσεων που κινούνταν «εκτός γραμμής» και πριν απ' όλα των φεμινιστικών.

Από την πλευρά του, το φεμινιστικό κίνημα δεν μπόρεσε να δει τα όριά του, να αντιμετωπίσει σφαιρικά τα κοινωνικά προβλήματα και εμφανίστηκε να εστιάζει την προσοχή του σ' ένα πλαίσιο κυρίως πολιτιστικό, σε ζητήματα που σχετίζονται μονό με νοοτροπίες, παραγνωρίζοντας τον παράγοντα οικονομία. Ταυτόχρονα, με εξαίρεση τις μαρξίστριες-φεμινίστριες, η πλειοψηφία του δεν αμφισβήτησε τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και καλλιέργησε την ψευδαίσθηση πως είναι δυνατή η απελευθέρωση των γυναικών σε αυτό το κοινωνικό σύστημα, πως αρκεί η συμμετοχή των γυναικών στα καπιταλιστικά κέντρα των αποφάσεων για να αλλάξει η συγκεκριμένη πολιτική εξουσία περιεχόμενο και μεθόδους.





* Ας δούμε λίγο τους «κλασικούς». Ποια υπήρξε η στάση του Μαρξ και του Ένγκελς απέναντι στο ζήτημα της απελευθέρωσης των γυναικών;



Ο Ένγκελς υπήρξε πολύ πιο σαφής απ’ όσο ο Μαρξ στο θέμα των γυναικών, παρόλο που το συνδέει πάντα με το ζήτημα της οικογένειας. Για τον Ένγκελς, όπως και για τον Μαρξ, είναι αυτονόητο πως δεν μπορούμε να μιλήσουμε για τις γυναίκες χωρίς ν' αναφερθούμε στην οικογένεια. Παράλληλα, σε ό,τι αφορά τον έρωτα, αυτός προσδιορίζεται αυστηρά με όρους ετεροφυλοφιλίας και η σεξουαλική πράξη ως φυσική ικανοποίηση της ανάγκης για τη διαιώνιση του είδους και ως ικανοποίηση ατομικών φυσικών αναγκών, αυστηρά μεταξύ των δύο φύλων και σε καμία περίπτωση στο εσωτερικό των φύλων.

Ο Ένγκελς, συσχετίζοντας την έμφυλη ασυμμετρία με την ταξική διαίρεση είναι ο πρώτος που επιμένει πως αυτή η καταπίεση δεν θα είναι οριστική και πως είναι δυνατή μια καινούργια οργάνωση της οικονομίας, όπου οι γυναίκες δεν θα είναι πια περιορισμένες στον ρόλο της «πρώτης υπηρέτριας» (και -κατά συνέπεια- ατελείωτα συνδεδεμένες με την ιδέα της «διεύθυνσης του νοικοκυριού», είτε δημόσιο είτε ιδιωτικό). Αν οι γυναίκες δεν είναι από καταγωγής δούλες των ανδρών, εάν η σύγκρουση ανάμεσα στα φύλα είναι ιστορική και όχι οντολογική, τότε μια λύση συμμετρικής διαίρεσης της εργασίας μεταξύ γυναικών και ανδρών θα αποτελούσε όρο για τη συμφιλίωσή τους. Κατά κάποιον τρόπο, ο Ένγκελς θα μπορούσε να θεωρηθεί ο πρόδρομος της άποψης περί κοινωνικού φύλου (gender), ενώ δεν μπορεί να παραγνωρισθεί το γεγονός ότι προσπάθησε να διατυπώσει μια -όχι ολοκληρωμένη οπωσδήποτε- πολιτική θεωρία που συνδυάζει την παραγωγή με την αναπαραγωγή, που προσεγγίζει, εν πάση περιπτώσει, τις υλιστικές διαστάσεις της αναπαραγωγής, χωρίς, φυσικά, να ισχυριζόμαστε πως συνέτεινε να παραχθεί, εντέλει, μια υλιστική θεώρηση των κοινωνικών σχέσεων της αναπαραγωγής, που παραμένει πάντοτε το ζητούμενο.







* Απ’ όσο γνωρίζω ασκήθηκε κριτική από το φεμινιστικό κίνημα στις μαρξιστικές θεωρίες. Πού εστίασε αυτή;



Η φεμινιστική κριτική καταλογίζει, κατά κύριο λόγο, ανεπάρκεια στη μαρξιστική θεωρία σε ό,τι αφορά την ασυμμετρία μεταξύ των φύλων. Οι λόγοι αυτής της ανεπάρκειας είναι:

Πρώτον: Η παραδοχή πως μόνο η δημόσια σφαίρα της ζωής προσφέρεται ως πεδίο πολιτικής και οικονομικής ανάλυσης. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς υποτίμησαν την αλληλεπίδραση, όπως αυτή λειτουργεί, της σχέσης των τάξεων με τη σχέση των φύλων. Δεν κατανόησαν πως ο ιδιωτικός χώρος δεν ανήκει στους πυρήνες σταθερότητας ή, μάλλον, και αν το αντελήφθησαν (αφού υπάρχει η σχετική νύξη του Ένγκελς: «άντρας-αστός», «γυναίκα-προλετάριος») δεν τον προσέλαβαν ως πεδίο οικονομικής πολιτικής και ιδεολογικής πάλης, όπου η αρχή της αρσενικής ισχύος και η αρχή της θηλυκής ολοκλήρωσης αποκτούν πραγματικές και ανταγωνιστικές κοινωνικές μορφές και όπου διεξάγονται πραγματικές συγκρούσεις ανάμεσα στα φύλα.

Δεύτερον: Η μη αναγνώριση της σεξουαλικής διαίρεσης ως θεμελιώδους διαίρεσης που προϋπάρχει της ταξικής.

Τρίτον: Η μη ενασχόληση της μαρξιστικής σκέψης και επιστήμης με το ερώτημα που ως σήμερα παραμένει αναπάντητο: Για ποιο λόγο οι ανδρικές ενέργειες και επιλογές υπερεκτιμήθηκαν σε σχέση με τις γυναικείες σε όλους τους γνωστούς κοινωνικούς σχηματισμούς (απ' τους πιο απλούς ως τους πιο σύνθετους) και κατ’ επέκταση, γιατί η αναπαραγωγή και οι προσωπικές και κοινωνικές σχέσεις που παράγονται απ' αυτή, σε συγκεκριμένες κάθε φορά ιστορικές-κοινωνικές συνθήκες, αντιμετωπίζονται ως ένα «φυσικό», «αναλλοίωτο» γεγονός, σε αντίθεση με την αποδοχή της παραγωγής ως βαθύτατα κοινωνικής διαδικασίας;

Βέβαια, ο ίδιος ο Ένγκελς, σ' ένα βαθμό, φρόντισε να προφυλάξει τον εαυτό του, όταν ισχυριζόταν πως οι θέσεις του βασίζονται στα επιστημονικά δεδομένα που είχε στη διάθεση του εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή και πως αυτά θα χρειάζονταν επανεξέταση υπό το φως νέων ευρημάτων. Δυστυχώς, όσοι/ες ανέλαβαν θεοκρατικά την «υπεράσπιση» του έργου του, παράβλεψαν αυτή την τόσο σημαντική επισήμανση, προσφέροντας του τις χειρότερες δυνατές υπηρεσίες.

Πάντως, έτσι κι αλλιώς, το έργο του Ένγκελς παραμένει επίκαιρο, στον βαθμό που υπάρχουν εκείνες και εκείνοι οι επιστήμονες που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν το θέμα της έμφυλης ασυμμετρίας και της γυναικείας απελευθέρωσης υλιστικά και να πιστεύουν πως η αξία των ιδεών που προωθεί κανείς πρέπει να αξιολογείται με την ικανότητα τους να οδηγήσουν στον μετασχηματισμό τόσο των υλικών όσο και των πρακτικών κοινωνικών σχέσεων.





* Και η αριστερά του 20ού αιώνα, πώς στάθηκε απέναντι στο γυναικείο κίνημα και τα φεμινιστικά αιτήματα;



Στα χρόνια που ακολούθησαν, και παρά τη σύντομη γυναικεία άνοιξη των πρώτων επαναστατικών χρόνων στην ΕΣΣΔ, η αριστερά συνέχισε να θεωρεί βασικό πεδίο των αναλύσεων της μόνο το δημόσιο (=ανδρικό) χώρο και αγνόησε τον ιδιωτικό (=γυναικείο). Δεν συνέδεσε τη δομή του οικονομικού ταξικού συστήματος με την καταγωγή του, δηλαδή τη σεξουαλική διαίρεση και τις επιπτώσεις της- και μη έχοντας συμπεριλάβει το τελευταίο στα ενδιαφέροντά της, δεν μπόρεσε να δει τις γυναίκες ως μία πλειοψηφούσα καταπιεσμένη κοινωνική ομάδα, κατανεμημένη στις διάφορες τάξεις, ώστε να διερευνήσει και να αναλύσει τα κοινά διαταξικά τους χαρακτηριστικά.

Κάθε φορά που η αριστερά έπρεπε ν' ασχοληθεί με κάποια (ποτέ με όλα) θέματα φύλου, έμοιαζε ν' ασχολείται μ' ένα δευτερεύον ζήτημα, μάλλον ενοχλητικό, αναγκαίο ωστόσο, ώστε να υπαχθεί στο «κεντρικό», το «πρωτεύον», στον «βασικό στόχο» και να λειτουργήσει προς όφελος του. Φυσικά, αν ήταν απαραίτητο μπορούσε και να θυσιαστεί επίσης προς όφελός του. Για παράδειγμα, αρνήθηκε να ερμηνεύσει κοινωνικά και πολιτικά την αναγκαιότητα του διαχωρισμού των λειτουργιών αναπαραγωγής και ερωτικής ζωής και, δέσμια της αστικής ηθικής, χλεύασε και συκοφάντησε το «δικαίωμα στην ηδονή» που διεκδικούσαν -και διεκδικούν- οι γυναίκες. Αρνήθηκε, επίσης, να κάνει υπόθεση της την αναγκαιότητα ανακατανομής των ρόλων μέσα στην οικογένεια και για δεκαετίες αντιδρούσε στην αντισύλληψη και τον έλεγχο των γεννήσεων.





* Δεν υπήρξε δηλαδή σύμπλευση στην ανάγκη ανάδειξης της οπτικής του φύλου και της γυναικείας χειραφέτησης.



Για την «ορθόδοξη» ιδιαίτερα αριστερά, η όποια ενασχόλησή της με την υπόθεση της γυναικείας χειραφέτησης είχε ως πρώτο στόχο τη στρατολόγηση γυναικών και την υπαγωγή τους σε γραμμές, αναλύσεις και πρακτικές χαραγμένες «από τα πάνω» -αφού οι γυναίκες ουσιαστικά δεν συμμετείχαν σ' αυτή τη διαδικασία- καθορισμένες από τους άνδρες, με τη δική τους λογική και τα δικά τους κριτήρια. Στα ερωτήματα που της έθετε πιεστικά ο φεμινισμός, όταν δεν απαξιούσε ν' απαντήσει ή όταν δεν τα γελοιοποιούσε κι αυτή με τον τρόπο της, ξέφευγε συνήθως παραπέμποντας την όποια απάντηση σ' ένα μελλούμενο κόσμο, σ' ένα σύστημα ανώτερο, όπου «οι άνθρωποι θα είναι απελευθερωμένοι από την εκμετάλλευση, από τις πολλαπλές μορφές αλλοτρίωσης» κ.λπ. Θεωρούσε την ανδροκρατία ως τη λιγότερο ουσιαστική μορφή κοινωνικής καταπίεσης, τοποθετημένη πίσω από την ταξική εκμετάλλευση, την κυριαρχία του ιμπεριαλισμού, τον έμφυλο διαχωρισμό. Και -σε σύγκριση πάντοτε με τις άλλες- η κυριαρχία αυτή μπορούσε να περιμένει μέχρι το ξερίζωμα της ταξικής εκμετάλλευσης, του ιμπεριαλισμού και του ρατσισμού!

Συνεπώς, δεν είναι τυχαίο το γεγονός της ρήξης της αριστεράς με τον φεμινισμό, παρά τις όποιες προσπάθειες των μαρξιστριών-φεμινιστριών να γεφυρώσουν το χάσμα, της ομαδικής εγκατάλειψής της από σημαντικές γυναίκες, της εξόντωσης πολλών από τα καλύτερα γυναικεία της στελέχη, που τόλμησαν να υψώσουν την φωνή του φύλου τους στους κομματικούς της σχηματισμούς και μηχανισμούς





* Ωστόσο, οφείλουμε να επισημάνουμε πως τα πράγματα στη Δύση τουλάχιστον διαφοροποιούνται τις δεκαετίες '60-'70.



Όντως, η έξαρση των φεμινιστικών ευρωπαϊκών κινημάτων στις δεκαετίες 1960-70 δεν άφησε ανεπηρέαστους τους κομματικούς μηχανισμούς στη Δύση. Η ενδιαφέρουσα εσωκομματική πάλη που εντοπίστηκε κυρίως στο ιταλικό Κ.Κ. και εκφράστηκε και στο ισπανικό αλλά και στο ΚΚΕ (εσωτ.), είχε ως συνέπεια την έκδοση σημαντικών κομματικών ντοκουμέντων και ώθησε σε πρακτικές που ωφέλησαν ιδιαίτερα τη γυναικεία υπόθεση. Ενδεικτικά αναφέρω τη μάχη για τη νομιμοποίηση των εκτρώσεων, που το βάρος της τόσο στην Ιταλία όσο και στη Γαλλία σήκωσαν τα δυο Κ.Κ. συμμαχώντας με τα αντίστοιχα φεμινιστικά κινήματα.

Ωστόσο, οι γυναίκες δε νίκησαν στην εσωκομματική πάλη. Οι έμφυλες ιεραρχίες παρέμειναν, η λήψη των αποφάσεων διατηρήθηκε στα ανδρικά χέρια της «καθοδήγησης» και η εμπειρία του φύλου δεν έγινε δυνατό να μπολιάσει την κουλτούρα και τον πολιτικό λόγο των κομμάτων αυτών.





* Μετά λοιπόν από μια τέτοια ιστορική-συγκρουσιακή, σε πολλές περιπτώσεις, διαδρομή των σχέσεων της αριστεράς με τον φεμινισμό, ποια είναι η εικόνα σήμερα και πως μπορούν τα οράματα και οι διεκδικήσεις να συγκλίνουν σε μια κοινή πορεία ;



Δεν έχει στις μέρες μας νόημα μια αριστερά που δεν εμπνέει και δεν αναγεννιέται ηθικά και αισθητικά και που δεν στηρίζει αυτή της την αναγέννηση στον φεμινισμό και τη διαμορφούμενη από τις γυναίκες διαφορετικότητα, όπως και στη νέα κοινωνική αλληλεγγύη, που σημαίνει πριν απ' όλα αλληλεγγύη ανάμεσα στα φύλα. Η αριστερά χρειάζεται να επανακαθορίσει σειρά θεωρητικών ζητημάτων για ν' αντιμετωπίσει τις άμεσες και μελλοντικές πολιτικοκοινωνικές της υποχρεώσεις. Άμεση προτεραιότητα της αποτελεί το θέμα της καταπίεσης των γυναικών και οι υλικές της πλευρές, η παραγωγή και η αναπαραγωγή, όπως και η υλική βάση του σεξισμού. Θα είχε, μάλιστα, ενδιαφέρον να μελετηθούν τα κέρδη από την εκμετάλλευση των γυναικών κι αυτοί που τα αποκομίζουν.

Επιπλέον, επιβάλλεται, έστω και με καθυστέρηση πολλών δεκαετιών, να αναδείξει, στην πολιτικοκοινωνική του διάσταση, το όραμα της σεξουαλικής απελευθέρωσης, εξαιρετικά επίκαιρο πάντοτε. Οφείλει, δηλαδή, όχι μόνο να υπερασπιστεί το δικαίωμα των γυναικών στη σεξουαλική απόλαυση, της οποίας ο διαχωρισμός από την τεκνοποιία συνιστά ουσιώδη πολιτική ελευθερία, αλλά ν' ανοίξει μια τολμηρή συζήτηση στην ελληνική κοινωνία γύρω από τον έλεγχο της σεξουαλικότητας και της αναπαραγωγής. Προκύπτει, λοιπόν, η αναγκαιότητα νέων φεμινιστικών δράσεων, ενώ πρέπει ν' απαλλαγεί, παράλληλα το φεμινιστικό κίνημα και από μονομέρειες του παρελθόντος, που παρέκαμπταν την ταξική παράμετρο.

Η εμπειρία διδάσκει πως ο φεμινισμός δεν μπορεί να ξεμπερδέψει με την ταξική διαίρεση, αφού η τελευταία αντικειμενικά επιδεινώνει την ασυμμετρία του φύλου. Η διάκριση του ενός αγώνα από τον άλλο δε σημαίνει ότι ο ταξικός μπορεί από μόνο του να αποτινάξει την ταξική καταπίεση και ο φεμινιστικός την καταπίεση του φύλου. Δεν γίνεται όμως να τοποθετηθούν και στο ίδιο επίπεδο, εάν δεν απαλλαγούν από τη γνωστή συνήθεια να θεωρείται δευτερεύον αυτό που έρχεται δεύτερο στη σειρά, κάτι που επανεμφανίζεται στις μέρες μας λόγω της κρίσης. Κι εν πάση περιπτώσει, είναι εξ ίσου λανθασμένες ως αντιλήψεις, και το ότι αρκεί να αλλάξουν οι νοοτροπίες για ν' αλλάξει η κοινωνία και το ότι αρκεί να αλλάξει ο «ιδιοκτήτης» για να τροποποιηθεί προς προοδευτική κατεύθυνση το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων!

Δεν υπάρχουν σχόλια: