T E Λ Ι Κ Ω Σ. . .Β Α Ρ Β Α Ρ Ο Τ Η Τ Α . . . . . . . .ΩΡΑ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ . . . .. ΣΤΙΓΜΗ ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ....




«Η αλήθεια είναι επαναστατική»

Αντόνιο Γκράμσι

Ροή Iskra

Παρασκευή 16 Ιουλίου 2010




Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
(1863-1933)



«O Ποιητής της Παρακμής»

Ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1863 (29 Απριλίου) και πέθανε στην ίδια πόλη το 1933 την ημέρα των γενεθλίων του. Ηταν το ένατο και τελευταίο παιδί του Πέτρου Ι. Καβάφη (Κωνσταντινούπολη, 1814 - Αλεξάνδρεια, 1870), μεγαλέμπορου βαμβακιού, από φαναριώτικο γένος που οι ρίζες του φαίνεται πως είναι βυζαντινές και της Χαρίκλειας Φωτιάδη (Νιχώρι Κωνσταντινουπόλεως, 1834 - Αλεξάνδρεια, 1899) από παλαιότατη οικογένεια της Πόλης. Υπήρξε, χωρίς αμφιβολία, η μεγαλύτερη πνευματική φυσιογνωμία της Αλεξάνδρειας.


Ο μικρός Καβάφης ζει τα πρώτα παιδικά του χρόνια στην Αλεξάνδρεια, μέσα σε εξαιρετικές συνθήκες ευημερίας. Στο ισόγειο του διώροφου σπιτιού των Καβάφηδων στην αριστοκρατική οδό Σερίφ, στεγάζονταν τα γραφεία του ακμαιότατου εμπορικού οίκου «Καβάφης & Σία» (κύριος συνέταιρος ο Γεώργιος Καβάφης, θείος του ποιητή, εγκατεστημένος στο Λονδίνο), ενώ η οικογένεια του Πέτρου Καβάφη διαβίωνε με χαρακτηριστική άνεση στο πρώτο και στο δεύτερο πάτωμα, διατηρώντας Γάλλο παιδαγωγό, Αγγλίδα τροφό, Έλληνες υπηρέτες, Ιταλό αμαξά και Αιγύπτιο θυρωρό!


To 1870 με το θάνατο του πατέρα Καβάφη αρχίζει, ουσιαστικά, η σταθερή πορεία της οικογένειας προς την οικονομική κρίση και παρακμή. Το 1872 η Χαρίκλεια Καβάφη μετακομίζει με τα παιδιά της στην Αγγλία όπου και θα παραμείνουν τα επόμενα έξι χρόνια (κυρίως στο Λίβερπουλ αλλά και στο Λονδίνο).


Ο μικρός Καβάφης σπουδάζει σε αγγλικό σχολείο όπου και διδάσκεται για μητρική του γλώσσα την αγγλική αλλά παράλληλα μαθαίνει και ελληνικά και γαλλικά. Μετά από λίγα χρόνια παραμονής στην Αγγλία αναγκάζονται να επιστρέψουν στην Αλεξάνδρεια καθώς τα οικονομικά της οικογένειας πηγαίνουν άσχημα και η οικογενειακή επιχείρηση διαλύεται.
Ο Καβάφης συνεχίζει τις σπουδές του στο Εμποροπρακτικό Λύκειο «Ερμής» ενώ παράλληλα υπάρχουν σαφή στοιχεία ότι κατά το διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στην επιστροφή από την Αγγλία (1878) και στο ξεκίνημα της φοίτησης στον «Ερμή» (1881), ο Καβάφης είχε αρχίσει να μελετά και να εργάζεται πνευματικά από μόνος του, χρησιμοποιώντας βιβλία από τις δανειστικές βιβλιοθήκες της Αλεξάνδρειας. Σ' αυτήν την τριετία ανάγεται και η φιλόδοξη απόπειρά του να συντάξει ένα ιστορικό λεξικό, προσπάθεια που δεν ολοκληρώθηκε αφού τα λήμματα του έργου σταμάτησαν «στη μοιραία λέξη Αλέξανδρος».

Το 1882, στη διάρκεια της αιγυπτιακής εξέγερσης κατά των Αγγλων, πηγαίνει με την οικογένειά του για τρία χρόνια (ως τον Οκτώβριο του 1885) στην Κωνσταντινούπολη, στο σπίτι του φαναριώτη παππού του, Γεωργάκη Φωτιάδη. Η τριετής παραμονή του Καβάφη στην Πόλη αποδεικνύεται ιδιαιτέρως σημαντική και κρίσιμη για διαφορετικούς λόγους. Σύμφωνα με τις βιογραφικές σημειώσεις της Ρίκας Σεγκοπούλου, ο ομοσεξουαλισμός του άρχισε να εκδηλώνεται στα 1883.(δείτε σχετικά παρακάτω)
Παράλληλα, γνωρίζουμε, ότι ο ποιητής άρχισε να εκφράζει ζωηρό ενδιαφέρον για να ακολουθήσει πολιτική και δημοσιογραφική καριέρα. Φυσικά, το πιο αξιοσημείωτο αυτής της περιόδου, είναι το γεγονός ότι η παραμονή του στην Πόλη συμπίπτει με τις πρώτες μαρτυρημένες συστηματικές του προσπάθειες να επιδοθεί στην τέχνη του ποιητικού λόγου.


Τεκμήριο της πρώιμης αυτής προσπάθειας του Καβάφη, αποτελεί μια ομάδα αδημοσίευτων από τον ίδιο ποιημάτων, τα οποία εκδόθηκαν μαζί με άλλα ανέκδοτα ποιήματα το 1968 από το Γ.Π. Σαββίδη. Τον καιρό εκείνο συμπληρώνει και τις μελέτες του πάνω στην αρχαία και μεσαιωνική ελληνική φιλολογία που τις είχε αρχίσει την εποχή ακόμα που βρισκόταν στην Αγγλία.

Τον Οκτώβριο του 1885, ο Καβάφης γυρίζει στην Αλεξάνδρεια μαζί με τη μητέρα του και τους αδελφούς του, Αλέξανδρο και Παύλο. Με την επιστροφή του, ο Καβάφης εγκαταλείπει την αγγλική υπηκοότητα (που είχε αποκτήσει ο πατέρας του στα 1850) και παίρνει την ελληνική.


Τα πρώτα χρόνια μετά την επιστροφή στην Αλεξάνδρεια είναι μια περίοδος προσαρμογής.
Ο Καβάφης αρχίζει να εργάζεται, όχι ακόμη συστηματικά, αλλάζοντας διάφορα επαγγέλματα όπως του δημοσιογράφου στην εφημερίδα «Τηλέγραφος» (1886), του μεσίτη στο Χρηματιστήριο Βάμβακος (1888) και του άμισθου γραμματέα στο Γραφείο Αρδεύσεων (1889-1892) όπου και θα προσληφθεί ως έκτακτος έμμισθος υπάλληλος το 1892 και θα εργαστεί μόνιμα εκεί επί τριάντα χρόνια, μέχρι το 1922, φτάνοντας στο βαθμό του υποτμηματάρχη.

Η κυριότερη χρονολογική τομή ως προς την εξέλιξη του έργου του ποιητή, κατά την εποχή αυτή, τοποθετείται στα 1891. Είναι η χρονιά κατά την οποία ο Καβάφης εκδίδει σε μονόφυλλο το πρώτο πραγματικά αξιόλογο ποίημά του (το Κτίσται) και δημοσιεύει μερικά από τα πιο αξιόλογα πεζά του κείμενα, όπως τα δύο περί των «Ελγινείων» που παρουσιάζουν δημόσια την πολιτική πλευρά του ποιητή, «Ολίγαι λέξεις περί στιχουργίας» και άλλα.


Τα οικονομικά του βελτιώνονται σημαντικά και τα επόμενα χρόνια ταξιδεύει στο Κάιρο (1893), στο Παρίσι και στο Λονδίνο με τον αδελφό του Τζων (1897). Το 1899 πεθαίνει η μητέρα του σε ηλικία 65 ετών, γεγονός που συγκλονίζει τον ποιητή. Το 1901 και το 1903 ταξιδεύει στην Ελλάδα και γνωρίζεται στην Αθήνα με Ελληνες πεζογράφους (Πολέμης, Ξενόπουλος, Πορφύρας). Στις 30 Νοεμβρίου του 1903, δημοσιεύεται στα Παναθήναια το ιστορικό άρθρο του Ξενόπουλου για τον Καβάφη με τίτλο «Ένας Ποιητής». Την ίδια χρονιά γράφει και το σημαντικότερο πεζό κείμενό του, τον «φιλοσοφικό έλεγχο» των ποιημάτων του που είναι γνωστό με τον τίτλο «Ποιητική».
Τα επόμενα χρόνια κυλούν ανάμεσα σε ποιητικούς, φιλοσοφικούς στοχασμούς, γνωριμίες με εξέχουσες προσωπικότητες στην Αλεξάνδρεια (Ιων Δραγούμης, Ε.Μ. Φόρστερ), ανανεώσεις συμβολαίων εργασίας στις Αρδεύσεις και τους διαδοχικούς θανάτους των αδερφών του. Σημαντικό βιογραφικό στοιχείο αποτελεί και η εγκατάσταση του ποιητή στο περίφημο σπίτι-εργαστήρι της οδού Λέψιους στα 1907, όπου και θα περάσει το υπόλοιπο της ζωής του δημιουργώντας το σημαντικότερο τμήμα, ποσοτικά και ποιοτικά του έργου του.

Το 1922 δηλώνει την πρόθεσή του να μη συνεχίσει την εργασία του στις Αρδεύσεις απ' όπου και παραιτείται με το βαθμό του υποτμηματάρχη («επιτέλους ελευθερώθηκα απ' αυτό το μισητό πράγμα») και χωρίς καμιά περίσπαση αφοσιώνεται στη συμπλήρωση του ποιητικού του έργου. Το 1926 η κυβέρνηση του δικτάτορα Πάγκαλου απονέμει στον Καβάφη το παράσημο του Φοίνικος, διάκριση την οποία ο ποιητής αποδέχεται υποστηρίζοντας ότι «Το παράσημο μου το απένειμε η Ελληνική Πολιτεία, την οποία σέβομαι και αγαπώ. Η επιστροφή του παρασήμου θα είναι προσβολή εκ μέρους μου προς την Ελληνικήν Πολιτείαν γι' αυτό και το κρατώ».
Το 1927 γνωρίζεται με τη Μαρίκα Κοτοπούλη και το Νίκο Καζαντζάκη. Από το 1930 αρχίζει να υποφέρει από το λάρυγγά του και τον Ιούλιο του 1932 οι γιατροί διαγιγνώσκουν καρκίνο του λάρυγγα. Πηγαίνει στην Αθήνα όπου εισάγεται σε νοσοκομείο και του γίνεται τραχειοτομία. Μετά από τετράμηνη παραμονή στην Αθήνα, επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια όπου και το επόμενο έτος, 1933, στις 29 Απριλίου, μέρα των γενεθλίων του, πεθαίνει.

To «πάθος»του Κ.Π. Καβάφη

Ο Καβάφης είχε ένα μεγάλο «πάθος», μια παρεκτροπή από τα συνήθη που οι περισσότεροι μελετητές του έργου και της ζωής του θεωρούν ότι πρόκειται για την ομοφυλοφιλική ερωτική ζωή του ποιητή.


Χαρακτηριστικές του ψυχοπνευματικού βασανισμού του είναι οι βραχυγραφημένες σημειώσεις που κρατά:


«Πρέπει αλύγιστα να επιβάλω στον εαυτό μου ένα τέρμα εώς την 1η Απριλίου, διαφορετικά δεν θα μπορέσω να ταξιδέψω. Θ' αρρωστήσω και πώς θα περάσω τη θάλασσα, και πώς, αρρωστημένος θ' απολαύσω το ταξίδι μου;
16 Μαρτίου: Μεσάνυχτα. Υπέκυψα εκ νέου. Απελπισία, απελπισία, απελπισία. Καμιά ελπίδα δεν υπάρχει. Παρεκτός αν σταματήσω ως τις 15 Απριλίου. Ο θεός βοηθός.»


και κάπου αλλού:


«Υφίσταμαι μαρτύριο. Σηκώθηκα και γράφω τώρα. Τί θα κάμω και τι θα γίνει; Τί να κάνω; ...Βοήθεια. Είμαι χαμένος.»


Απ' αυτές τις σημειώσεις ενός απελπισμένου ανθρώπου που ζητάει απεγνωσμένα βοήθεια καθώς και από τα ερωτικά ποιήματά του, πολλοί μελετητές έβγαλαν αβίαστα το συμπέρασμα περί της ανώμαλης σεξουαλικής συμπεριφοράς του ποιητή. Και όμως ...


Ο Ατανάζιο Κατράρο, πρώτος μεταφραστής στα ιταλικά των ποιημάτων του Καβάφη και προσωπικός του φίλος, γράφει:
«Την ομοφυλοφιλία του Καβάφη τη βαραίνει ένα μεγάλο ερωτηματικό, που χρειάζεται βαθιά συνετή και αντικειμενική μελέτη και δεν αποκλείεται η απόφαση να είναι απαλλακτική. Κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να προσκομίσει μια απόδειξη για το αμάρτημα που αποδίδεται στον ποιητή και ποτέ δεν βρέθηκε ανακατεμένος σ' ένα σκάνδαλο.»


Διπλής σημασίας η παραπάνω δήλωση. Πρόκειται για δήλωση προσωπικού φίλου του ποιητή που εννοείται ότι γνωρίζει καλά τον άνθρωπο και επιπλέον αναφέρεται η έλλειψη αποδείξεων και σκανδάλων στα οποία να είχε ανακατευτεί ο ποιητής.


Σε ανάλογες βάσεις (που δεν είναι δυνατόν να αναφερθούν) στηρίχτηκαν, ο Στρατής Τσίρκας και ο Ι.Μ. Χατζηφώτης για να εκφράσουν την πολύ ενδιαφέρουσα άποψη ότι το «πάθος» του Καβάφη δεν ήταν η ομοφυλοφιλία του αλλά ο αυνανισμός και ο αλκοολισμός. Ηταν πολύ ντροπαλός (όπως εξάλλου ομολογείται απ' όλους) ο ποιητής για να προχωρήσει σε κάτι περισσότερο από το «μοναχικό» πάθος του, υποστηρίζει ο Ι.Μ. Χατζηφώτης. Ετσι τα ερωτικά ποιήματα του Καβάφη κινούνται - σύμφωνα με τη γνώμη των δύο λογοτεχνών - στα όρια της φαντασίας και του απραγματοποίητου. Είχε τις προθέσεις ο Καβάφης αλλά δεν τις έκανε πράξη...
Για περισσότερες, όμως, πληροφορίες πάνω στο ενδιαφέρον αυτό θέμα της ζωής του Καβάφη, θα σας προτείνω το βιβλίο «Καβαφικά» του Ι.Μ. Χατζηφώτη.

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Ιθάκη

Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,
να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μένη η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.
Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους·
να σταματήσεις σ' εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν' αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ' έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·
σε πόλεις Aιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ' τους σπουδασμένους.
Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν' ο προορισμός σου.
Aλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·
και γέρος πια ν' αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.
Η Ιθάκη σ' έδωσε το ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.
Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.

Απολείπειν ο θεός Aντώνιον

Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτα, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλά όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι απόχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που χάνεις.

Τείχη

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ' υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
Α όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.
Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Ανεπαισθήτως μ' έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

Θερμοπύλες

Τιμή σ' εκείνους όπου στην ζωή των
ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες.
Ποτέ από το χρέος μη κινούντες·
δίκαιοι κ' ίσοι σ' όλες των τες πράξεις,
αλλά με λύπη κιόλας κ' ευσπλαχνία·
γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν
είναι πτωχοί, πάλ' εις μικρόν γενναίοι,
πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε·
πάντοτε την αλήθεια ομιλούντες,
πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους.
Και περισσότερη τιμή τους πρέπει
όταν προβλέπουν (και πολλοί προβλέπουν)
πως ο Εφιάλτης θα φανεί στο τέλος,
κ' οι Μήδοι επί τέλους θα διαβούνε.

Επιθυμίες

Σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν
και τάκλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό,
με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά
έτσ' οι επιθυμίες μοιάζουν που επέρασαν
χωρίς να εκπληρωθούν· χωρίς ν' αξιωθεί καμιά
της ηδονής μια νύχτα, ή ένα πρωί της φεγγερό.

Ένας γέρος

Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμένος στο τραπέζι κάθετ' ένας γέρος·
με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.
Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνεια σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμι, και λόγο, κ' εμορφιά.
Ξέρει που γέρασε πολύ· το νοιώθει, το κυττάζει.
Κ' εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθές. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.
Και συλλογιέται η Φρόνησις πώς τον εγέλα·
και πώς την εμπιστεύονταν πάντα - τι τρέλλα! -
την ψεύτρα που έλεγε· «Αύριο. Έχεις πολύν καιρό.»

Δέησις

Η θάλασσα στα βάθη της πήρ' έναν ναύτη.
Η μάνα του, ανήξερη, πιαίνει κι ανάφτει
στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί
για να επιστρέψει γρήγορα και νάν' καλοί καιροί
και όλο προς τον άνεμο στήνει τ' αυτί.
Αλλά ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,
η εικών ακούει, σοβαρή και λυπημένη,
ξεύροντας πως δεν θάλθει πια ο υιός που περιμένει.

Τα παράθυρα

Σ' αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ
μέρες βαρυές, επάνω κάτω τριγυρνώ
για νάβρω τα παράθυρα. - Οταν ανοίξει
ένα παράθυρο θάναι παρηγορία. -
Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ
να τάβρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.
ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία.
Ποιός ξέρει τι καινούργια πράγματα θα δείξει.

Περιμένοντας τους Βαρβάρους

-Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.
-Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μιά τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ' οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;
-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.
-Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;
-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να τον δώσει μια περγαμηνή.
Εκεί τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.
-Γιατί οι δυό μας ύπατοι κ' οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά γυαλιστερά σμαράγδια·
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ' ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλισμένα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
και τέτοια πράγματα θαμπόνουν τους βαρβάρους.
-Γιατί κ' οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
κι αυτοί βαριούντ' ευφράδειες και δημηγορίες.
-Γιατί ν' αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ' η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που έγιναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ' οι πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;
Γιατί ενύχτωσε κ' οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ' τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.
Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μιά κάποια λύσις.

Διακοπή

Το έργον των θεών διακόπτομεν εμείς,
τα βιαστικά κι άπειρα όντα της στιγμής.
Στης Ελευσίνος και στης Φθίας τα παλάτια
η Δήμητρα κ' η Θέτις αρχινούν έργα καλά
μες σε μεγάλες φλόγες και βαθύν καπνόν.
Αλλά πάντοτε ορμά η Μετάνειρα από τα δωμάτια
του βασιλέως, ξέπλεγη και τρομαγμένη,
και πάντοτε ο Πηλεύς φοβάται κ' επεμβαίνει.

Φωνές

Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες
εκείνων που πέθαναν, ή εκείνων που είναι
για μας χαμένοι σαν τους πεθαμένους.
Κάποτε μες στα όνειρά μας ομιλούνε·
κάποτε μες στην σκέψι τες ακούει το μυαλό.
Και με τον ήχο των για μια στιγμή επιστρέφουν
ήχοι από την πρώτη ποίηση της ζωής μας
σα μουσική, την νύχτα, μακρυνή, που σβύνει.

Εν τη οδώ

Το συμπαθητικό του πρόσωπο, κομμάτι ωχρό·
τα καστανά του μάτια, σαν κομένα·
είκοσι πέντ' ετών, πλην μοιάζει μάλλον είκοσι·
με κάτι καλλιτεχνικό στο ντύσιμό του
- τίποτε χρώμα της κραβάτας, σχήμα του κολλάρου -
ασκόπως περπατεί μες στην οδό,
ακόμη σαν υπνωτισμένος απ' την άνομη ηδονή,
από την πολύ άνομη ηδονή που απέκτησε.

Δύο νέοι, 23 έως 24 ετών

Απ' τες δεκάμισυ ήτανε στο καφενείον,
και τον περίμενε σε λίγο να φανεί.
Πήγαν μεσάνυχτα - και τον περίμενεν ακόμη.
Πήγεν η ώρα μιάμισυ· είχε αδειάσει
το καφενείον ολοτελώς σχεδόν.
Βαρέθηκεν εφημερίδες να διαβάζει
μηχανικώς. Απ' τα έρημα, τα τρία σελίνια του
έμεινε μόνον ένα: τόση ώρα που περίμενε
ξόδιασε τ' άλλα σε καφέδες και κονιάκ.
Κάπνισεν όλα του τα σιγαρέτα.
Τον εξαντλούσε η τόση αναμονή.
Γιατί κιόλας μονάχος όπως ήταν για ώρες, άρχισαν
να τον καταλαμβάνουν σκέψεις οχληρές
της παραστρατημένης του ζωής.
Μα σαν είδε τον φίλο του να μπαίνει - ευθύς
η κούρασις, η ανία, οι σκέψεις φύγανε.
Ο φίλος του έφερε μια ανέλπιστη είδησι.
Είχε κερδίσει στο χαρτοπαικτείον εξήντα λίρες.
Τα έμορφά τους πρόσωπα, τα εξαίσιά τους νειάτα,
η αισθητική αγάπη που είχαν μεταξύ τους,
δροσίσθηκαν, ζωντάνεψαν, τονώθηκαν
απ' τες εξήντα λίρες του χαρτοπαικτείου.
Κι όλο χαρά και δύναμις, αίσθημα κι ωραιότης
πήγαν - όχι στα σπίτια των τιμίων οικογενειών τους
(όπου, άλλωστε, μήτε τους θέλαν πια):
σ'ένα γνωστό τους, και λίαν ειδικό,
σπίτι της διαφθοράς πήγανε και ζητήσαν
δωμάτιον ύπνου, κι ακριβά πιοτά, και ξαναήπιαν.
Και σαν σωθήκαν τ' ακριβά πιοτά,
και σαν πλησίαζε πια η ώρα τέσσερες,
στον έρωτα δοθήκαν ευτυχείς.

Σ' ένα βιβλίο παλιό

Σ' ένα βιβλίο παληό -περίπου εκατό ετών-
ανάμεσα στα φύλλα του λησμονημένη,
ηύρα μιάν υδατογραφία άνευ υπογραφής.
Θάταν το έργον καλλιτέχνου λίαν δυνατού.
Έφερ' ως τίτλον, «Παρουσίασις του Έρωτος»
Πλήν μάλλον ήρμοζε, «- του έρωτος των άκρως αισθητών».
Γιατί ήταν φανερό σαν έβλεπες το έργον
(εύκολα νοιώθονταν η ιδέα του καλλιτέχνου)
που για όσους αγαπούνε κάπως υγιεινά,
μες στ' οπωσδήποτε επιτετραμμένον μένοντες,
δεν ήταν προωρισμένος ο έφηβος
της ζωγραφιάς - με καστανά, βαθύχροα μάτια·
με του προσώπου του την εκλεκτή εμορφιά,
την εμορφιά των ανωμάλων έλξεων·
με τα ιδεώδη χείλη του που φέρνουνε
την ηδονή εις αγαπημένο σώμα·
με τα ιδεώδη μέλη του πλασμένα για κρεββάτια
που αναίσχυντα τ' αποκαλεί η τρεχάμενη ηθική.

Κεριά

Του μέλλοντος οι μέρες στέκοντ' εμπροστά μας
σα μιά σειρά κεράκια αναμένα -
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.
Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λιωμένα, και κυρτά.
Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ' αναμένα μου κεριά.
Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.

Οι ψυχές των γερόντων

Μες στα παληά τα σώματά των τα φθαρμένα
κάθονται των γερόντων οι ψυχές.
Τι θλιβερές που είν' οι πτωχές,
και πως βαρυούνται την ζωή την άθλια που τραβούνε.
Πώς τρέμουν μην την χάσουνε, και πώς την αγαπούνε
οι σαστισμένες κι αντιφατικές
ψυχές, που κάθονται -κωμικοτραγικές-
μες στα παληά των τα πετσιά τ' αφανισμένα.

Ούτος Εκείνος

Άγνωστος - ξένος μες στην Αντιόχεια - Εδεσσηνός
γράφει πολλά. Και τέλος πάντων, να, ο λίνος
ο τελευταίος έγινε. Με αυτόν ογδόντα τρία
ποιήματα εν όλω. Πλην τον ποιητή
κούρασε τόσο γράψιμο, τόση στιχοποιία,
και τόση έντασις σ' ελληνική φρασιολογία,
και τώρα τον βαραίνει πια το κάθε τι.
Μια σκέψις όμως παρευθύς από την αθυμία
τον βγάζει - το εξαίσιον Ούτος Εκείνος,
που άλλοτε στον ύπνο του άκουσε ο Λουκιανός.

Στην εκκλησία

Την εκκλησία αγαπώ - τα εξαπτέρυγά της,
τ' ασήμια των σκευών, τα κηροπήγιά της,
τα φώτα, τες εικόνες της, τον άμβωνά της.
Εκεί σαν μπω, μες σ' εκκλησία των Γραικών·
με των θυμιαμάτων της τες ευωδίες,
με τες λειτουργικές φωνές και συμφωνίες,
τες μεγαλοπρεπείς των ιερέων παρουσίες
και κάθε των κινήσεως τον σοβαρό ρυθμό-
λαμπρότατοι μες στων αμφίων τον στολισμό-
ο νους μου πιαίνει σε τιμές μεγάλες της φυλής μας,
στον ένδοξό μας Βυζαντινισμό.

Ομνύει

Ομνύει κάθε τόσο ν' αρχίσει πιο καλή ζωή.
Αλλ' όταν έλθ' η νύχτα με τες δικές της συμβουλές,
με τους συμβιβασμούς της, και με τες υποσχέσεις της·
αλλ' όταν έλθ' η νύχτα με την δική της δύναμι
του σώματος που θέλει και ζητεί, στην ίδια
μοιραία χαρά, χαμένος, ξαναπιαίνει.

Πολυέλαιος

Σε κάμαρη άδεια και μικρή, τέσσαρες τοίχοι μόνοι,
και σκεπασμένοι με ολοπράσινα πανιά,
καίει ένας πολυέλαιος ωραίος και κορώνει·
και μες στη φλόγα του την καθεμιά πυρώνει
μια λάγνη πάθησις, μια λάγνη ορμή.
Μες στην μικρή την κάμαρη, που λάμπει αναμένη
από του πολυελαίου την δυνατή φωτιά,
διόλου συνειθισμένο φως δεν είν' αυτό που βγαίνει.
Γι' άτολμα σώματα δεν είναι καμωμένη
αυτής της ζέστης η ηδονή.

Η πόλις

Είπες· «Θα πάγω σ' άλλη γη, θα πάγω σ' άλλη θάλασσα.
Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη απ' αυτή.
Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή·
κ' είν' η καρδιά μου -σαν νεκρός- θαμένη.
Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει.
Οπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω
ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ,
που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»
Καινούργιους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς·
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ' ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού -μη ελπίζεις-
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Ετσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ' όλην την γη την χάλασες.

Όσο μπορείς

Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως την θέλεις,
τούτο προσπάθησε τουλάχιστον
όσο μπορείς: μην την εξευτελίζεις
μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,
μες στες πολλές κινήσεις κι ομιλίες.
Μην την εξευτελίζεις πιαίνοντάς την,
γυρίζοντας συχνά κ' εκθέτοντάς την,
στων σχέσεων και των συναναστροφών
την καθημερινήν ανοησία,
ως που να γίνει σα μιά ξένη φορτική.

Επέστρεφε

Επέστρεφε συχνά και παίρνε με,
αγαπημένη αίσθησις επέστρεφε και παίρνε με
όταν ξυπνά του σώματος η μνήμη,
κ' επιθυμία παληά ξαναπερνά στο αίμα·
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται,
κ' αισθάνονται τα χέρια σαν ν' αγγίζουν πάλι.
Επέστρεφε συχνά και παίρνε με την νύχτα,
όταν τα χείλη και το δέρμα ενθυμούνται....

Che fece... il gran rifiuto

Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μιά μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Οχι να πούνε.
Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα
πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ' όχι -το σωστό- εις όλην την ζωή του.

Ουκ έγνως

Για τες θρησκευτικές μας δοξασίες ο κούφος Ιουλιανός είπεν
«Ανέγνων, έγνων, κατέγνων».
Τάχατες μας εκμηδένισε με το «κατέγνων» του,
ο γελοιωδέστατος.
Τέτοιες ξυπνάδες όμως πέρασι
δεν έχουνε σ' εμάς τους Χριστιανούς.
«Ανέγνως, αλλ' ουκ έγνως· ει γαρ έγνως,ουκ αν κατέγνως»
απαντήσαμεν αμέσως.




Δεν υπάρχουν σχόλια: